Ένας αερολιμένας ξεδιπλώθηκε κάτω από τη στέγη του Εθνικού Θεάτρου, για να φιλοξενήσει την Απλή Μετάβαση. Ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή για 8 ανθρώπους, που αποφασίζουν να παραχώσουν σε μία βαλίτσα τα όνειρα και τις ελπίδες τους και να αφήσουν την Ελλάδα, αναζητώντας ένα ομιχλώδες μέλλον στο Λονδίνο.

Μέσα από τα μέχρι στιγμής τραγούδια του, ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος έχει δώσει την εντύπωση ενός παρατηρητή. Ενώ όμως τη γραφή του χαρακτηρίζει πάντα η διορατικότητα, είναι τώρα η πρώτη φορά που βουτάει με τέτοια ετοιμότητα μέσα στο πλήθος που τόσα χρόνια επεξεργάζεται, συστήνοντάς μας ανθρώπους με σάρκα και οστά. Στην Απλή Μετάβαση, οι ήρωες έχουν αδυναμίες και ανασφάλειες, νευρώσεις και άγχη· είναι όλοι μετενσαρκώσεις συμπλεγμάτων της γενιάς του, αν μπορούμε με αυτήν την αυθαίρετα χρησιμοποιούμενη λέξη να οριοθετήσουμε τους δημιουργικούς ανθρώπους που βρίσκονται σήμερα ανάμεσα στα 20 και στα 40.

Με σαφείς αναφορές στον Stephen Sondheim και με αυτί ποιητή, ο Ευαγγελάτος παραδίδει λοιπόν ένα κείμενο φορτωμένο με τους καρπούς μιας σοβαρής σκέψης πάνω στις αντιφάσεις της εποχής μας, με στίχους που αναπνέουν τον αθηναϊκό αέρα και με λόγια τα οποία δονούν τις καρδιές των γύρω μας. Αποδεικνύει έτσι ότι το μουσικό θέατρο μπορεί να γίνει ένα συγκλονιστικά αποτελεσματικό εργαλείο στα χέρια ανθρώπων που έχουν τη διάθεση να κάνουν σπουδή πάνω στο είδος, αλλά και να το αγγίξουν με τρυφερότητα και θάρρος. Κοιτώντας μέσα τους και γύρω τους για να βρουν τα υλικά να το κοινωνήσουν.

58cAplMt_2.jpg

Αντίστοιχα, η μουσική του Θέμη Καραμουρατίδη ακροβατεί ζηλευτά μεταξύ μίας μνημειώδους τοπικότητας και μιας πανέξυπνης καθολικότητας. Οι νότες του θα στέκονταν εύκολα στις σκηνές των μουσικών θεάτρων του εξωτερικού, αλλά θα σταθούν και στα ελληνικά ραδιόφωνα, χωρίς να ανασηκωθούν φρύδια (ή μύτες). Με στακάτες ισορροπίες μεταξύ Sondheim και του “Μια Μέρα Μιας Μαίρης”, αλλά και με άψογες αναφορές στους συνθέτες της Disney (όπως στο μπλουζ της σαγήνης της λέαινας Μαρίας και μία πανέξυπνη θηλυκή εκδοχή του Σκαρ), ο Καραμουρατίδης φαίνεται να βοηθάται τελικά από τη μικρή (μόλις τέσσερα όργανα!) ορχήστρα, για να δώσει μία παρτιτούρα με μεδούλι.

Παράλληλα, η σκηνοθετική ματιά του Μίνωα Θεοχάρη δένει άψογα με το κείμενο του Ευαγγελάτου, μιλώντας τη γλώσσα του μουσικού θεάτρου με ευφράδεια, χρησιμοποιώντας συνθήκες καλοδουλεμένες και δημιουργώντας σκηνές ομορφιάς με λιγοστά υλικά. Κι όλα αυτά, χωρίς να απαρνηθεί ποτέ το συναίσθημα, το οποίο ρέει εδώ άπλετο.

58cAplMt_3.jpg

Τεράστια έκπληξη αποτέλεσε η απόδοση της Μαρίζας Ρίζου. Η τραγουδίστρια παίζει τη Λένα, η οποία προσπαθεί απεγνωσμένα να κρατήσει σφιχτά τα ηνία της σχέσης και της ζωής της, ενώ οι καταστάσεις την κάνουν να βολοδέρνει σαν καρυδότσουφλο στον ωκεανό. Επιμένει ωστόσο να υφαίνει το πιο εντυπωσιακό χαλί μιας εμμονικής θεώρησης της τέλειας σχέσης και μίας προσεκτικά επιμελημένης εικόνας εύρυθμης τάξης, ενώ παράλληλα κρύβει (κάτω από το ίδιο χαλί) ό,τι απειλεί να της γκρεμίσει αυτόν τον προσεκτικά διακοσμημένο μικρόκοσμο.

Η Ρίζου καλείται να χτίσει μια βαθμιαία αύξηση της εμμονής και, τελικώς, να κάνει ένα μεγάλο ξέσπασμα, αντιμετωπίζοντας τις ανεπάρκειες του συντρόφου της, αλλά κυρίως τα φαντάσματα των δικών της φόβων. Κι ενώ φωνητικά είναι παραπάνω από εξοπλισμένη για να αναμετρηθεί με τις απαιτήσεις του ρόλου, είναι οι υποκριτικές της ικανότητες οι οποίες απογειώνουν τον χαρακτήρα της Λένας. Η Ρίζου την αγγίζει με αξιοθαύμαστη τρυφερότητα και αποδίδει ενστικτωδώς υφές που βετεράνοι ηθοποιοί δυσκολεύονται να δώσουν με τόση φυσικότητα.

58cAplMt_4.jpg

Απέναντί της, ο Άρης του Κωνσταντίνου Ασπιώτη ενσαρκώνει το αρχέτυπο του εγωκεντρικού άντρα-αγοριού που ποτέ δεν μεγάλωσε και φορτώνει ακόμα τις ευθύνες του είτε στον κόκκορα, είτε στις πλάτες άλλων. Ο Ευαγγελάτος του έχει δώσει έναν ανάγλυφο χαρακτήρα: ενώ δεν περπατάει πάνω στο μάτσο στερεότυπο, είναι και πάλι ζαλωμένος με ένα κάρο συμπλέγματα, παραπαίοντας μεταξύ του στιβαρού συντρόφου και του επικίνδυνου, αντισυμβατικού τυχοδιώκτη. Κι όλα αυτά, ενώ στην πραγματικότητα είναι ένα μάλλον αδύναμο αγόρι, με ευαισθησίες και ανάγκη για φροντίδα κι εσωτερική ανασκαφή, ώστε να βρει τον εαυτό του. Ο Ασπιώτης αποδίδει γλαφυρά τον χαρακτήρα, δίνοντας με πίστη όλα τα προαναφερθέντα στοιχεία. Συνάμα, καταφέρνει να μην αφήσει ποτέ τον Άρη να γίνει πραγματικά αντιπαθητικός.

Την πέτρα του σκανδάλου έρχεται να υποδυθεί η Μαρία Διακοπαναγιώτου, στον ρόλο της λάγνας τραγουδίστριας Μαρίας, η οποία βρίσκεται εκεί για να θυμίσει στον Άρη την αχαλίνωτη πλευρά του. Έχοντας στα χέρια της τον χαρακτήρα της επικίνδυνης ξελογιάστρας, που πηγαίνει όπου φυσήξει ο άνεμος, κατορθώνει να χτίσει μία Μαρία η οποία όχι μόνο δεν γίνεται μισητή (στον αντίποδα της τυπικότατης Λένας), αλλά γιορτάζει ανερυθρίαστα τον ερωτισμό της με γενναία δόση χιούμορ και μαγκιάς. Παράλληλα, η ηθοποιός μας δίνει και μία από τις πιο συγκλονιστικά ηδυπαθείς στιγμές επί σκηνής –κι όλα αυτά ενώ τραγουδάει άψογα.

58cAplMt_5.jpg

Ο Γιώργος του Κωνσταντίνου Γαβαλά είναι ένας άνθρωπος μεγαλωμένος με το ένα πόδι εδώ και το άλλο στην Αγγλία (ανά στιγμές με εξαιρετικούς κινησεολογικούς και σκηνογραφικούς παραλληλισμούς). Εξαιρετικός ηθοποιός, ο Γαβαλάς μιλάει με λεπταισθησία για το άλγος που προκαλεί αυτή ακριβώς η τριβή, δίνοντας μία εξαιρετική ερμηνεία σαν ανήσυχος πατέρας ο οποίος τραγουδά παράλληλα τις ελπίδες του να μην περάσει την εν λόγω κρίση ταυτότητας στον γιο του.

Η Νεφέλη της Νάνσυ Σιδέρη είναι κομμάτι της επόμενης αυτής γενιάς, ως  παιδί μιας εύπορης αθηναϊκής οικογένειας, έτοιμη να φύγει στο εξωτερικό για σπουδές κι ακόμα πιο έτοιμη να αποδράσει από τις ασφυκτικές φτερούγες της μητέρας της και την πανταχού απούσα σκιά του πατέρα της. Η Σιδέρη καταφέρνει μία πολύ επιτυχημένη διάδραση με την επί σκηνής μητέρα της (Χαρά Κεφαλά), αρθρώνοντας εύγλωττα τη νεανική επαναστατικότητα, αλλά και την παράδοξα ώριμη αποδοχή για την κατάρρευση του προτύπου της γονεϊκής ενότητας.

58cAplMt_6.jpg

Αντίστοιχα, η Χαρά Κεφαλά έχει χτίσει πάνω στον ρόλο της Δάφνης έναν χαρακτήρα που δανείζεται από τον φαινότυπο της νευρωτικής Ελληνίδας μάνας, με μία γενναία δόση μεγαλοαστής συζύγου, η οποία πλήττει αφόρητα· και όλο αυτό αναμεμειγμένο με τα πιο απολαυστικά κωμικά στοιχεία. Κι αν κάτι τέτοιο ακούγεται να γειτονεύει στο κιτς, είναι η ερμηνευτική δεινότητα της Κεφαλά που το κάνει απλώς ιδιοφυές. Η ηθοποιός καταφέρνει να χωρέσει στην ερμηνεία της τραγουδιστικές κορώνες, καυστικές ατάκες, έναν γυμναστικό τροχό και την ουσιαστική απόδοση των χρωματισμών της σχέσης μεταξύ μεσήλικης, ματαιωμένης μητέρας και μιας κόρης στα πρόθυρα της χειραφέτησης. Αφήνει μάλιστα και χώρο για να κάνει τις πιο όμορφες αρμονίες στα χορωδιακά μέρη. Μας πείθει, έτσι, ότι ίσως είναι η πλέον ενδεδειγμένη επιλογή για όποιον θέλει να κάνει σήμερα μουσικό θέατρο στην Ελλάδα, με την πιο ασφυκτικά γεμάτη φαρέτρα από ταλέντα και ικανότητες.

Τέλος, σειρά έχει το ομόφυλο ζευγάρι, το οποίο περνάει τις συμπληγάδες της καρικατούρας και της επιτηδευμένης πολιτικής ορθότητας, καταλήγοντας σε ένα αποτελεσματικό μανιφέστο υπέρ της ισότητας· ακριβώς γιατί δεν αντιμετωπίζεται ποτέ ως κάτι το ασυνήθιστο. Ο Σπύρος και ο Νταμόν μοιράζονται τη σκηνή ισόποσα και ισοβαρώς με τους υπόλοιπους 6 χαρακτήρες, αλληλεπιδρούν με άντρες και γυναίκες χωρίς να καταφεύγουν στην παλλαϊκή μανιέρα του ομοφυλόφιλου «αξεσουάρ» κι έχουν τα δικά τους προβλήματα και τις δικές τους ανθρώπινες εντάσεις. Η ομοφυλοφιλία τους δεν γίνεται ούτε στιγμή εργαλείο δράματος ή κωμωδίας: φιλιούνται χωρίς φανφάρες και συγκινησιακά κρεσέντο και αντιμετωπίζονται από όλους σαν δύο ακόμα άνθρωποι με τις προσωπικές, συναισθηματικές τους αποσκευές. Κι αυτό αποτελεί από μόνο του μία ουσιαστική, πολιτική δήλωση.

58cAplMt_7.jpg

Ως το ένα μισό του ζευγαριού, ο Σπύρος του Φοίβου Ριμένα είναι ένας ρόλος που βαδίζει στην κόψη. Χαρακτήρας με εμφανώς αγχώδη διαταραχή (με την κρίση πανικού του να προσμετράται στις εντονότερες στιγμές φυσικής δράσης της παράστασης –μια τεράστια υποκριτική νίκη για τον Ριμένα), ο Σπύρος είναι ένας ξεναγός, ο οποίος αδυνατεί να δει τον εαυτό του με τα μάτια που τον βλέπει ο σύντροφός του, όντας αβέβαιος για τα θέλω του και βέβαιος για τις ανασφάλειές του. Στα χέρια (και κυρίως στα χρυσά πνευμόνια) του Ριμένα, αυτό το κουβάρι από νεύρα αποκτάει στρώσεις από τρομερά ενδιαφέρουσες ερμηνευτικές αποχρώσεις· και γίνεται ένας χαρακτήρας του οποίου η υπέροχη φωνή αντηχεί μέσα σε όλους μας.

Στον αντίποδα, το αγόρι του Σπύρου –ο Νταμόν του Νίκου Λεκάκη– αναδεικνύεται ως νησίδα εξισορροπητικής ενέργειας, σε έναν ωκεανό τεταμένων νεύρων. Κομψός, Γάλλος φιλέλλην και αρκετά συνειδητοποιημένος για τις επιλογές του, ο Νταμόν καλιμπράρει τους νευρικούς παροξυσμούς του συντρόφου του, μα και άλλων χαρακτήρων. Καταφέρνοντας να νικήσει την ψαθυρή, επικίνδυνη συνθήκη της γαλλικής εσάνς στην εκφορά του λόγου, ο Λεκάκης αποδίδει έναν χαρακτήρα ζεστό, εγκάρδιο και ευαίσθητο, που δεν σβήνει ούτε λίγο απέναντι στον ορμητικό Ριμένα.

Παράλληλα, τα όμορφα, λιτά σκηνικά και κοστούμια της Ιλένιας Δουλαδίρη, χέρι-χέρι με την έξυπνη και γεμάτη αναφορές κινησεολογική γραμμή της Αμάλια Μπένετ, έδωσαν όλα τα εργαλεία στους ηθοποιούς, καθώς και στον σκηνοθέτη, ώστε να αποδώσουν ένα πλούσιο αφήγημα, με αρχή, μέση και τέλος.

58cAplMt_8.jpg

Η Απλή Μετάβαση είναι λοιπόν έργο που κάνει μια ουσιαστική πολιτική και κοινωνική δήλωση για τη γενιά των δημιουργικών ανθρώπων της Ελλάδας που σήμερα βρίσκονται μεταξύ 20 και 40. Με 8 μόλις ήρωες, καταφέρνει να μιλήσει για την ανισορροπία μεταξύ του εδώ και του εκεί, την εφιαλτική κρίση ταυτότητας και τους φόβους και τις ανασφάλειες που ξεπηδούν μέσα από την εποχή μας, αλλά και από τις διαπροσωπικές σχέσεις.

Μετά το πέρας της παράστασης, τα απέναντι καθίσματα ήταν γεμάτα με δακρυσμένους ανθρώπους. Κι όχι γιατί κάποιος τους έβγαλε τα συναισθήματα με το τσιγκέλι μέσω σακχαρωδών μονολόγων και γλυκερών δραμάτων, αλλά γιατί φάνηκαν να συντονίζονται στη συχνότητα των όσων κοινωνούν οι συντελεστές της Απλής Μετάβασης. Και δυσκολεύομαι να σκεφτώ θεατές που θα αποτύχουν να συντονιστούν με τη συγκεκριμένη συχνότητα, ακριβώς γιατί το μιούζικαλ προβαίνει σε μία υπέροχη περιγραφή αυτού που πάλλεται στις φλέβες της γενιάς μας και μιας ασθμαίνουσας Ελλάδας. Το έργο δεν αγορεύει δασκαλίστικα και αφ’ υψηλού, ούτε καταδικάζει μηδενιστικά, με άγουρη επαναστατικότητα. Η Απλή Μετάβαση είναι ένα μιούζικαλ φτιαγμένο από τη γενιά μας, για τη γενιά μας.

 

πηγή: avopolis.gr