Αστικοί μύθοι μόνο και νουθεσίες των παλιών προς τους νεότερους για το τι (δεν) πρέπει να κάνουν σε μια συναυλία ή σε μια εμφάνιση, που κι αυτό μοιάζει με εκείνο το «δεν τα προλάβατε εσείς αυτά» που οδήγησε το Φοίβο Δεληβοριά να γράψει το «Μπάσταρδο Γυιο».

Με αυτά σαν δεδομένα, δεν μπορώ παρά να θαυμάσω το Φοίβο για τις παραστάσεις που στήνει. Γιατί, παρόλα τα κοινά τους συστατικά στοιχεία, παρ’ όλες τις συγκεκριμένες μουσικές τους αναφορές, παρ’ όλες τις γνώριμές τους αφηγήσεις και περιεχόμενα, κατορθώνουν να με συγκινούν κάθε φορά. Μα κάθε φορά. Έτσι έγινε και προχθές το βράδυ (20/1) στο κατάμεστο Passport.

Φέτος, στο πλευρό του Φοίβου Δεληβοριά κυριαρχούν οι γυναικείες παρουσίες. Αν εξαιρέσουμε τους τέσσερις «παιχταράδες» και συνήθεις υπόπτους της μπάντας (Κωστής Χριστοδούλου – πλήκτρα, Κώστας Παντέλης – κιθάρες, Yoel Soto – μπάσο και Σωτήρης Ντούβας – τύμπανα), η Νεφέλη Φασούλη «ευθύνεται» για τις γλυκές δεύτερες, ενώ έντονη και καθοριστική είναι η παρουσία της Μαρίνας Σάττι με τις «Φωνές» της.

Αξίζει να σημειωθεί, πάντως, ότι η «Μάντισσα» (μουσική: Μαρίνα Σάττι – στίχοι: Μιχάλης ΜΕΘ Κουινέλης) των 29 εκατομμυρίων views στο youtube δεν κατάφερε να ξεσηκώσει το ακροατήριο όσο ένα άλλο «γκρουβάτο» των «Φωνών», το «Χαμπίμπ».

Παράλληλα με τα παραπάνω, μια σειρά από ενδιαφέρουσες πληροφορίες «αποκαλύφθηκαν» ανάμεσα στα λόγια και τις αφηγήσεις, τα τραγούδια και τα παιξίματα. Γνώσεις ανέκδοτες για τις ιστορίες πίσω από τα τραγούδια, που κινητοποιούν και εξάπτουν την περιέργεια ακροατών σαν κι εμένα.

Να, χθες ας πούμε, μάθαμε – εν τη ρύμη του λόγου – πως ο Τζίμης Πανούσης ήταν ο μοναδικός που «παρανομούσε» στο ραδιόφωνο παίζοντας την «Υβρεοπομπή» παρά την απαγόρευσή της από το Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο. Μάθαμε επίσης ότι η κίνησή του αυτή οδήγησε στη γνωριμία και τη φιλία των δύο τραγουδοποιών. Και βέβαια, συγκινηθήκαμε με το «Γυφτάκι» στην ερμηνεία του Φοίβου σαν φόρο τιμής στον «αποχωρήσαντα».

Από την αρχή του, όμως, το live ήταν μια τέτοια σειρά «(παρ)ενοχλήσεων» του θυμικού.

Αν είσαι και συνομήλικος του Φοίβου, τα πράγματα ζορίζουν ακόμα περισσότερο, μιας και τα τραγούδια του μοιάζουν βγαλμένα από τα οικογενειακά φωτογραφικά άλμπουμς όσων γεννήθηκαν στη δεκαετία του 1970 και μεγάλωσαν στην επόμενη, αυτή του 1980. Και το πιο σημαντικό, όχι με νεογερισμούς και «παλαιότερα ήταν καλύτερα», αλλά με νοσταλγία και κριτική διάθεση και περιγραφή.

Δεν μπορείς να μην ταυτιστείς, δεν μπορείς να μην συγκινηθείς. Ήσουν κι εσύ εκεί, βλέπεις. Δίπλα. Παραδίπλα. Το μπαμπά σου μπορεί να μην τον λένε Φώτη, αλλά διάβαζε κι εκείνος «Αντί» και σε έμαθε να οδηγείς σε ένα αυτοκίνητο που είχε μέχρι τετάρτη ταχύτητα. Ενίοτε, τον φώναζες και με το μικρό του όνομα (Δημήτρης στη δική μου περίπτωση) κι όχι μπαμπά.

Αντιμέτωπος με όλα αυτά σε ένα live, πως να μην «αναστατωθείς»; Πως να μην συμπράξεις; Και – εν τέλει – πως να μην οδηγηθείς στην κάθαρση με ένα «Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια και με τους φίλους τους παλιούς», που «έδωσε» ο Φοίβος στο κοινό να το πει κάνοντας εκείνος τη δεύτερη φωνή.

Για μένα, εκεί τελείωσε η βραδιά. Σε μια κατάμεστη «γιορτινή» αίθουσα, με αρκετά ζευγάρια νοτισμένα μάτια και στόματα συγχρονισμένα σε μια επίκληση: «να τιναχτεί σα μαύρο πνεύμα η τρομερή μας η λαλιά»… Ό,τι ακολούθησε ήταν σα να μην έγινε ποτέ.

Υ.Γ. Το τελείωμα των live του Φοίβου σε παίρνει «παραμάζωμα» πάντα. Όταν αρχίζει εκείνη η σειρά τραγουδιών που περιλαμβάνει τα: «Εκείνη», «Καθρέφτης», «Αυτή που περνάει», «Θέλω να σε ξεπεράσω», «Και του χρόνου» κ.ο.κ. είσαι «καταδικασμένος».

πηγή: ogdoo.gr