Προτεραιότητά του είναι να ασχολείται με κείμενα με έντονο πολιτικό προβληματισμό, καθώς θεωρεί ότι η εποχή της «αθωότητας» έχει περάσει ανεπιστρεπτί και πλέον η πολιτική σε όλες της τις εκφάνσεις επηρεάζει άμεσα και δραματικά τις ζωές ολωνών μας. Ο λόγος για τον Φώτη Μακρή που σκηνοθετεί στο Studio Μαυρομιχάλη το αριστούργημα του Ερρίκου Ίψεν, «Ένας Εχθρός του Λαού».
Το επίκαιρο αυτό έργο του, όχι μόνο αμφισβητεί την ηθική και πνευματική ικανότητα της πλειονότητας του λαού να κρίνει πολιτικά, να επιλέγει και να αποφασίζει ώριμα, αλλά αποδεικνύει περίτρανα και την αντιφατική συμπεριφορά του «μικροαστού», ο οποίος αμυνόμενος, υπερασπίζεται το πλειοψηφικό σύστημα την ίδια στιγμή που συμφωνεί ότι η πλειονότητα του λαού είναι βλάκες. Εξαγόμενο συμπέρασμα: μας κυβερνούν οι αποφάσεις της πλειονότητας ενός λαού που πιστεύει ότι η πλειονότητά του είναι βλάκες!

Με αφορμή λοιπόν αυτό το ανέβασμα, το tospirto.net είχε μία ενδιαφέρουσα συζήτηση με τον Φώτη Μακρή.

Φέτος γιορτάζετε 10 χρόνια λειτουργίας του studio Μαυρομιχάλη. Μία σημαντική επέτειος, αν αναλογιστεί κανείς ότι αυτή η δεκαετία ήταν και εξαιρετικά δύσκολη με την οικονομική κρίση. Κάντε μας έναν μικρό απολογισμό αυτής της δεκαετίας.
Αν έπρεπε να βάλω ένα πρόσημο σε αυτά τα 10 χρόνια, σίγουρα αυτό θα ήταν απόλυτα θετικό. Να θυμίσω ότι εκτός από την οικονομική κρίση, αυτά τα 10 χρόνια είχαμε και το πάγωμα των επιχορηγήσεων από το 2011 μέχρι το 2017 που ξεκίνησαν πάλι, με πολύ λιγότερα φυσικά χρήματα.
Μέσα λοιπόν σε αυτά τα δύσκολα χρόνια, καταφέραμε να εδραιώσουμε το studio Μαυρομιχάλη στην συνείδηση των ανθρώπων που παρακολουθούν θέατρο. Παραστάσεις όπως «Η κληρονομιά» του Μαριβώ που παίχτηκε για 2 χρόνια, ο «Μακμπέτ» του Ιονέσκο επίσης για 2 χρόνια, «Οι δύο θεοί» του Λένου Χρηστίδη  για 2 χρόνια και αυτό, «Το ζειμπέκικο» της Λείας Βιτάλη για 3 χρόνια και «Το κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου που παίζεται  για τέταρτη χρονιά, καθώς επίσης και οι φιλοξενίες επιλεγμένων νέων ομάδων, οι συνεργασίες με εξαιρετικές ομάδες που κάνουν θέατρο για παιδιά και βρέφη, τα εργαστήρια και τα σεμινάρια που οργανώνουμε, όλα αυτά, δημιούργησαν σε μια δύσκολη περιοχή της Αθήνας, ένα σημαντικότατο πόλο δημιουργίας, συνάθροισης ιδεών και ανθρώπων. Και είμαστε πολύ περήφανοι γι’ αυτό.

Γιατί αποφασίσατε να γιορτάσετε αυτή τη 10χρονη επέτειο του studio Μαυρομιχάλη με το ανέβασμα του έργου «Ενας εχθρός του λαού» του Ερρίκου Ίψεν;
Αποφασίσαμε να το γιορτάσουμε με έναν τεράστιο συγγραφέα, μια μεγάλη παραγωγή και κυρίως γιατί το συγκεκριμένο έργο του Ίψεν θέτει προβληματισμούς που αγγίζουν με εξαιρετικό τρόπο το σήμερα και την περίπλοκη κοινωνικοπολιτική  ζωή που βιώνει όλος ο πλανήτης. Δεν είναι τυχαίο ότι τα τελευταία 6 χρόνια υπάρχει ένα «ξέσπασμα» ανεβασμάτων του έργου παγκοσμίως. Οι σύγχρονοι σκηνοθέτες, ανακαλύπτουν στο έργο ιδέες και προβληματισμούς που ταιριάζουν απόλυτα στις σημερινές συνθήκες.
Εξάλλου, στο studio Μαυρομιχάλη έχουμε βάλει ως προτεραιότητα  να ασχολούμαστε με κείμενα με έντονο πολιτικό προβληματισμό, καθώς θεωρούμε ότι η εποχή της «αθωότητας» έχει περάσει ανεπιστρεπτί και πλέον η πολιτική σε όλες της τις εκφάνσεις επηρεάζει άμεσα και δραματικά τις ζωές ολωνών μας.

Θα μπορούσε το έργο του Ίψεν να χαρακτηριστεί προφητικό, αν αναλογιστούμε  τις ομοιότητες που θα μπορούσε να διακρίνει ο θεατής με το σήμερα;
Προφητικό δεν θα το έλεγα, όσο οξυδερκές και καίριο στις ιδέες του και στα θέματα που θέτει. Το έργο από τη μία πατάει φυσικά στέρεα στην εποχή που γράφτηκε και από την άλλη «απογειώνεται» και φτάνει 137 χρόνια αργότερα, στο σήμερα, για να διαπιστώσουμε με τρόμο θα έλεγα, ότι ορισμένα πράγματα παραμένουν «εφιαλτικά» ίδια. Αυτό θα έλεγα ότι είναι και το κυριότερο γνώρισμα ενός μεγάλου συγγραφέα. Να εκφράζει με σαφήνεια και γνώση την εποχή του και ταυτοχρόνως να θέτει θέματα  και προβληματισμούς που απασχολούν τον άνθρωπο, ανεξαρτήτως εποχής και τόπου.
Και τότε είναι που αποκαλούμε κάποιον κλασικό συγγραφέα και φυσικά ο Ίψεν είναι ένας από αυτούς.

Γιατί χαρακτηρίζετε το «Ένας Εχθρός του Λαού» σαν ένα επικίνδυνο έργο: Που έγκειται αυτή η επικινδυνότητα; 
Γιατί μας αναγκάζει να συμφωνήσουμε με κάτι που μας κάνει να νιώθουμε άβολα. Γιατί μας βάζει σε μια θέση να αμφισβητήσουμε τον τρόπο που έχουμε επιλέξει ως κοινωνία να συμβιώνουμε και να συνεργαζόμαστε. Γιατί αμφισβητεί τα θεμέλια της ίδιας της δημοκρατίας και της ικανότητάς μας να την διαχειριστούμε προς όφελός μας. Και κυρίως, γιατί θέτει έναν τεράστιο καθρέφτη μπροστά μας και μας απογυμνώνει από το κυριότερο επιχείρημά μας, ότι για όλα φταίνε οι άλλοι και μας λέει ευθαρσώς ότι η ευθύνη είναι και δική μας, του καθενός ξεχωριστά. Θέτει δηλαδή θέμα προσωπικής ευθύνης και αυτό μάλλον, δεν μας «βολεύει».
Και βέβαια, σε πολιτικό επίπεδο το έργο βάζει και ένα άλλο «ακανθώδες» ζήτημα. Το πόσο κοντά μας είναι η φασιστική «διολίσθηση», καθώς από πολλούς σήμερα προτείνεται δυστυχώς ο φασισμός ως μια πιθανή λύση στα πολλά αδιέξοδα της δημοκρατίας και του καπιταλισμού. Κάτι που διαφαίνεται καθαρά σε πολλές χώρες της Ευρώπης και όχι μόνο, όπου τα ακροδεξιά κόμματα έχουν στήσει το δικό τους πάρτυ!

Και αυτός ο κίνδυνος ελλοχεύει σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά;
Όπως ακριβώς το είπατε. «Περισσότερο από κάθε άλλη φορά». Όσο η δημοκρατία αδυνατεί ή αρνείται να δώσει λύσεις, τόσο το φάντασμα του φασισμού θα πλανάται. Όσο ο καπιταλισμός κάνει παιχνίδι μόνος του, όσο ο καθένας από εμάς ρίχνει την ευθύνη στους άλλους και αρνείται να ξεκινήσει την «αλλαγή» από τον εαυτό του, τόσο τα πράγματα θα γίνονται χειρότερα και τόσο περισσότερο ο φασισμός και ο ρατσισμός θα διεισδύουν όλο και πιο πολύ στο μυαλό μας και στην ψυχή μας.

Πρόκειται για ένα σύγχρονο ανέβασμα, μιλήστε μας για την σκηνοθετική ματιά της παράστασης.
Η όψη, η μουσική, και η υποκριτική προσέγγιση της παράστασης είναι απολύτως σύγχρονα. Θεωρώ ότι το θέμα του έργου και ο μοντέρνος τρόπος που το διαπραγματεύεται, σχεδόν σε «αναγκάζουν» να φέρεις το έργο στο σήμερα, χωρίς να νιώθεις ότι προδίδεις κάτι από το πνεύμα του συγγραφέα. Αντιθέτως, κατά την γνώμη μου, αυτή η μεταφορά βοηθάει στην καλύτερη και πιο πλήρη πρόσληψη των μηνυμάτων του έργου από τον σημερινό θεατή.
Επίσης, στην παράστασή μας υπάρχει  μια παρέμβαση στο φινάλε του έργου που θα μου επιτρέψετε να μην αποκαλύψω και η οποία κατά την γνώμη μου, φωτίζει ακόμα περισσότερο τα σημερινά αδιέξοδα και επίσης, πάντα κατά την γνώμη μου, αυτή η παρέμβαση είναι απολύτως συμβατή θα έλεγα με το πνεύμα του συγγραφέα, του έργου και της εποχής μας.
Η παράστασή μας θεωρεί ότι ο όποιος «ηρωισμός» του γιατρού Τόμας Στόκμαν, περνάει σε δεύτερη μοίρα μπροστά στα τεράστια πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά θέματα που θίγει το έργο και ακριβώς αυτό αποτέλεσε τον βασικό καμβά της προσέγγισής μας.

 

πηγή: tospirto.net