Από μία άποψη, η κορυφαία διάκριση για μια ταινία είναι το Βραβείο Κοινού. Σίγουρα είναι υπέροχο να σε τιμούν ως Καλύτερη Ταινία του Tribeca ή να αποσπάς το Iris Καλύτερου Σεναρίου από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου. Όμως είναι ακόμα ωραιότερο να γουστάρει τη δημιουργία σου το κινηματογραφικό κοινό στη Γαλλία ή στην Ιταλία, όπως συνέβη στην περίπτωση του Αναζητώντας τον Χέντριξ. Παρόλο που είναι η πρώτη ταινία του Μάριου Πιπερίδη (έγραψε και το σενάριο), κατόρθωσε να ξανασυστήσει στο διεθνές κοινό το μακροχρόνιο πρόβλημα της Κύπρου, το οποίο μπορεί για τους Ελληνοκυπρίους να αποτελεί βαθύ, ανεπούλωτο τραύμα, ωστόσο ο υπόλοιπος πλανήτης παραμένει με μια ασαφή ιδέα περί εγωιστικής κόντρας μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Αν υποθέσουμε ότι έχει και την παραμικρή ιδέα, δηλαδή.
Το σινεμά, όμως, είναι ένα ωραίο όχημα για να θυμίζεις την Ιστορία· ειδικά την πρόσφατη, ακόμα πιο ειδικά αν αυτή η Ιστορία βαραίνει τη σημερινή καθημερινότητα των ανθρώπων τους οποίους αφορά. Είναι μια ποπ τέχνη με πολλούς αποδέκτες, ιδανική για να περάσει τα μηνύματα που η πολιτική αποδεικνύεται υπερβολικά ξύλινη για να επικοινωνήσει.
Ο Μάριος Πιπερίδης ήθελε λοιπόν να μιλήσει για τη σημερινή Κύπρο. Για τα εμφανή της τραύματα και για τα αθέατα. Και είχε την τόλμη να το κάνει με ξερό, καλής ποιότητας χιούμορ, πράγμα καθόλου εύκολο όταν ακουμπάς πληγές που δεν έχουν ακόμα κλείσει. Εκτός από θάρρος, χρειάζεται γνώση και ευαισθησία, διακριτικότητα και ανθρωπιά.
Το Αναζητώντας τον Χέντριξ, που διαδραματίζεται στη Μεγαλόνησο την εποχή της οικονομικής κρίσης, τη διαθέτει αυτήν την ανθρωπιά, και μάλιστα σε μεγάλες δόσεις. Κι ας στηρίζεται στο εύρημα ενός δραπέτη …σκύλου. Το εν λόγω γλυκό τετράποδο, το οποίο τιμά με το όνομά του τον θρυλικό Τζίμι Χέντριξ, δεν ξέρει από ανθρώπινα σύνορα. Ακριβώς όπως τα πουλιά και οι γάτες, που σουλατσέρνουν ανενόχλητα από τη μια μεριά στην άλλη, περνάει ανέμελα τη γραμμή που χωρίζει την Κύπρο στα δύο, χωρίς να ξέρει ότι οι ευρωπαϊκοί νόμοι δεν θα του επιτρέψουν να επιστρέψει από μια χώρα η οποία δεν υπάρχει πουθενά.
Κηδεμόνας του είναι ο Γιάννης (Αδάμ Μπουσδούκος, σε μια θαυμάσια ερμηνεία), ένας ζαμάν φου μουσικός, που μοιραζόταν τη φροντίδα του Χέντριξ με την αγαπημένη του (Βίκυ Παπαδοπούλου), όταν ήταν ακόμα αγαπημένη του. Χαώδης και χύμα, άνθρωπος ο οποίος δεν υπήρξε ποτέ υπεύθυνος για τίποτα και για κανέναν, ο Γιάννης χρωστάει νοίκια και ετοιμάζεται να αποδράσει στην ευκατάστατη Ολλανδία. Αλλά, προς το παρόν, πρέπει να φέρει τον Χέντριξ στην ελληνική πλευρά. «Δεν υπάρχει ελληνική και τουρκική πλευρά. Υπάρχουν ελεύθερες περιοχές και τουρκοκρατούμενες», τον προσγειώνει ο Ελληνοκύπριος συνοριακός υπάλληλος, τονίζοντάς του ότι η μεταφορά ζώων από τα Κατεχόμενα απαγορεύεται δια ροπάλου, και ότι για να φέρει τον σκύλο του πίσω θα πρέπει να περιμένει ώσπου να …λυθεί το Κυπριακό!
Οι σκηνές στα σύνορα είναι απολαυστικά αστείες και εμφανώς σατιρικές, όμως το καλύτερο κομμάτι της ταινίας ξεκινά όταν ο Γιάννης αποφασίζει να περάσει κι εκείνος από την άλλη μεριά. Παρακινημένος από την αγωνία για το αν θα προλάβει το ταξίδι του, μα και από τον φόβο ότι η πρώην αγαπημένη θα τον θεωρήσει ακόμα πιο ανεύθυνο από όσο νόμιζε, θα προσπαθήσει να βρει έναν τρόπο ώστε να περάσει (λαθραία) τον Χέντριξ από τα σύνορα, αναλαμβάνοντας για πρώτη φορά στη ζωή του μια ευθύνη.
Κάπου εκεί, στα Κατεχόμενα, βρίσκεται και το πατρικό του σπίτι· εκείνο που η οικογένειά του αναγκάστηκε να εγκαταλείψει, το οποίο τώρα έχει περάσει στα χέρια Τούρκων εποίκων. Ο Γιάννης συναντά έτσι τον Χασάν (Φατίχ Αλ) και οι δυο τους ξιφομαχούν λεκτικά σχετικά με την κυριότητα του σπιτιού. «Είσαι έγκλημα πολέμου», θα του πει στη διάρκεια μιας λογομαχίας ο Γιάννης. «Πώς γίνεται να είμαι έγκλημα επειδή απλώς γεννήθηκα κάπου;», θα απαντήσει ο Χασάν, τυλιγμένος στη δική του απόγνωση.
Ναι, δεν έχει ξεπεραστεί ακόμα εκείνη η αρπαγή –ούτε πρέπει, ούτε πρόκειται. Όμως υπάρχει και η άλλη πληγή. Των ανθρώπων τους οποίους δεν αποδέχεται κανείς. Εκείνων που δεν ανήκουν. Την ώρα που ο Γιάννης θα ενώνει, αναγκαστικά, τις προσπάθειές του με τους «άσπονδους εχθρούς» (και την πρώην του) σε μια περιπέτεια με αρκετό σασπένς και αρκετό, ευπρόσδεκτο γέλιο (ο Τουρκοκύπριος λαθρέμπορος της ιστορίας είναι όλα τα λεφτά), ο Πιπερίδης θα φωτίσει, ίσως για πρώτη φορά, αυτό που λίγοι συνειδητοποιούν: ότι στην Κύπρο, εκτός από τα φαντάσματα των νεκρών, εκτός από τους διωγμένους, υπάρχουν και οι αόρατοι, οι εγκλωβισμένοι.
«Εδώ η ζωή είναι σκατά», λέει ο Χασάν στον πιο αποκαλυπτικό μονόλογο της ταινίας. «Όμως γεννήθηκα εδώ. Είμαι Κύπριος, είτε σας αρέσει είτε όχι. Και τα παιδιά μου γεννήθηκαν εδώ. Αλλά όχι, δεν έχουμε κυπριακό διαβατήριο. Η κυβέρνηση δεν μας δίνει κυπριακή ταυτότητα. Και δεν υπάρχει κανένας τόπος να επιστρέψουμε. Εδώ είναι η αφετηρία μας. Εδώ, όχι στην Τουρκία. Οι Ελληνοκύπριοι δεν μας γουστάρουν. Ούτε οι Τουρκοκύρπιοι. Όμως εγώ γεννήθηκα εδώ. Και δεν φταίω γι’ αυτό. Ξέρεις πώς μας αποκαλούν; Βρωμιά της θάλασσας, που ήρθε από την Τουρκία. Και θέλουν να μας στείλουν πίσω. Όχι, δεν πάω πίσω. Θα μπούμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση και θα φύγω στην Ευρώπη. Δεν είμαι σκουπίδι. Τα παιδιά μου δεν είναι σκουπίδια. Όχι!».
Κύπρος 2018
Σκηνοθεσία: Μάριος Πιπερίδης
Πρωταγωνιστούν: Αδάμ Μπουσδούκος, Φατίχ Αλ, Βίκυ Παπαδοπούλου, Οζγκούρ Καραντενίζ
Διανομή: Seven Films
πηγή: avopolis.gr