«Καλά τραγούδια γράφονται και τώρα, αρκεί να θέλουμε να τα βρούμε και να τα ακούσουμε μέσα σε αυτή τη χαοτική εποχή»
Τη συναντήσαμε σε ένα διάλειμμα της πρόβας της, στην τελική ευθεία πριν την πρεμιέρα της στις 4 Ιανουαρίου.
Το πρώτο που θα ήθελα να σας ρωτήσω ήταν για την απόσταση που πήρατε από τις μουσικές σκηνές. Τι σκεφτήκατε και αν είδατε κάποια πράγματα διαφορετικά.
Αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα με τις live παραστάσεις θα πρέπει να αποτελεί μοναδικό φαινόμενο παγκοσμίως. Από τη μια μεριά είναι πολύ ωραίο, γιατί μπορούμε εύκολα να ερχόμαστε σε επαφή με το κοινό, να επικοινωνούμε τη μουσική μας, κι απ’ την άλλη η συχνότητα με την οποία συμβαίνει μας βάζει σε συνεχή έκθεση. Μετά από τριάντα χρόνια που τραγουδάω, έπρεπε να πάρω αυτή τη μικρή απόσταση. Να ζήσω λίγο χωρίς το τραγούδι, να αφιερώσω χρόνο στον εαυτό μου, να γεμίσω διαφορετικές εμπειρίες. Η αφορμή ήταν μια ιατρική επέμβαση και άρα ένα πρόβλημα υγείας, όμως μου έκανε πολύ καλό γιατί βρέθηκα στη θέση να φροντίσω τον εαυτό μου, να υιοθετήσω καινούριες ωφέλιμες συνήθειες, να ξεκινήσω να γυμνάζομαι, να περπατάω στη φύση, να προσέχω τη διατροφή μου, να με βοηθήσω να αναρρώσω ομαλά, να ασχοληθώ με την εκγύμναση της φωνής μου. Η περίοδος αυτή ήταν μόνο χρήσιμη και με ανακούφισε πολύ.
Αν επιστρέψετε πίσω, υπάρχουν κάποια τραγούδια που για εσάς σήμαιναν και μια διαφορετική εποχή στο ελληνικό τραγούδι και θέλετε να λέτε ξανά και ξανά και ποια είναι αυτά;
Όλοι οι τραγουδιστές με κάποιο τρόπο, με κάποια αφορμή ή για ένα βαθύτερο λόγο συνδέονται με κάποια συγκεκριμένα τραγούδια περισσότερο από ότι με άλλα. Και κάπως έτσι ο κάθε τραγουδιστής γράφει τη δική του ιστορία τόσο μέσα από τα τραγούδια του ρεπερτορίου του που επιλέγει να λέει, όσο και από τα τραγούδια άλλων που εντάσσει στις παραστάσεις του, τραγούδια που αντλεί είτε από την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού, είτε από την παράδοση, είτε από τα ακούσματά του. Το «Έλα, πάρε μου τη λύπη» των Χατζιδάκι-Γκάτσου, το «Τζιβαέρι» και «Τα παιδιά της γειτονιάς σου» από την παράδοση, αλλά και δύο ωραία λαϊκά τραγούδια, το «Μην περιμένεις πια» του Απόστολου Καλδάρα, και το «Ένα σφάλμα έκανα» του Θόδωρου Δερβενιώτη, έχουν συνδεθεί βαθιά μαζί μου, γιατί τα αγάπησα και γιατί τα επέλεξα, και γιατί χαίρομαι να τα τραγουδώ πάντα στις ζωντανές μου εμφανίσεις.
Παρατηρώ συχνά ότι ζητάμε να ακούσουμε παλιότερα τραγούδια από τους τραγουδιστές, σαν να μη συνδεόμαστε με τα καινούργια του κάθε φορά; Τι γνώμη έχετε γι’ αυτό;
Η διασκέδαση είναι ένα ζωτικό κομμάτι της ελληνικής κουλτούρας. Την έχουμε ανάγκη, είναι μέρος της ζωής μας. Από τη δεκαετία του πενήντα τα «μαγαζιά» έχουν την πρωτοκαθεδρία. Επικράτησε δηλαδή σαν συνθήκη αυτή της παρέας που θέλει να βγει και να γλεντήσει, ο Έλληνας θέλει να γλεντήσει. Στη δική μας γενιά, προσπαθήσαμε να προτείνουμε στο κοινό κι έναν άλλο τρόπο ακρόασης και επικοινωνίας μέσω της μουσικής. Κάποιες φορές συμβαίνει αυτή η επικοινωνία, κάποιες όχι. Και ο χώρος που θα επιλεγεί για να συμβεί αυτό, παίζει πολύ σημαντικό ρόλο. Τα λαϊκά τραγούδια έχουν πολύ μεγάλη δύναμη και είναι οι φυσικοί πρωταγωνιστές σε αυτό τον τρόπο διασκέδασης. Επίσης οι μεγάλοι μας έντεχνοι έχουν γράψει ιστορία. Είναι επόμενο ο ακροατής να επιθυμεί το διαχρονικό τραγούδι, αλλά χαίρομαι που και η δική μας γενιά άφησε τα δικά της τραγούδια τα οποία έχουν αντοχή στον χρόνο. Κι αυτό είναι το πιο σημαντικό.
«Σήμερα ο λαϊκός άνθρωπος είναι εντελώς διαφορετικός από τον λαϊκό άνθρωπο της δεκαετίας του πενήντα και του εξήντα»
Πιστεύετε ότι η κατάρρευση της δισκογραφίας δημιούργησε άλλες δυναμικές και έδωσε άλλη τροπή στο τραγούδι και εσείς σαν τραγουδίστρια ωφεληθήκατε ή δυσκολευτήκατε από αυτό;
Μπορεί η δισκογραφία να κατέρρευσε αλλά οι άνθρωποι που ασχολούνται και αγαπούν το τραγούδι υπάρχουν. Μέσα από άλλες πηγές, μέσα π.χ. από το Youtube, έρχεται συνεχώς καινούριο υλικό το οποίο σε άλλη περίπτωση μπορεί να μην έφτανε ποτέ στο κοινό. Νομίζω ότι όλοι δυσκολευόμαστε με την αλλαγή, και ειδικά όσοι προλάβαμε την εποχή της δισκογραφίας χρειάζεται να προσαρμοστούμε στις νέες συνθήκες. Πιστεύω ότι διανύουμε μια μεταβατική περίοδο και ότι θα βρεθεί -πάντα θα βρίσκεται- ο τρόπος η μουσική να φτάνει εκεί που πρέπει.
Η διασκέδαση έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια και ο τρόπος που ακούμε τους καλλιτέχνες. Θα μου πείτε τα υπέρ και τα κατά;
Ευτυχώς που άλλαξε ο τρόπος της νυχτερινής διασκέδασης, γιατί οι καλλιτέχνες αναλώνονται πολύ λιγότερο σε σχέση με αυτό που συνέβαινε τα χρόνια πριν την κρίση. Η αρνητική πλευρά, όπως συνέβη σε όλους τους τομείς και τα επαγγέλματα, είναι οικονομικής φύσης: όλα τα επαγγέλματα που συνδέονται με τη διασκέδαση, όλοι οι άνθρωποι που εργάζονται σε αυτό το ευρύ φάσμα, από μουσικούς και τεχνικούς μέχρι τους εργαζόμενους σε μουσικές σκηνές, συναυλιακούς χώρους, νυχτερινά μαγαζιά. δουλεύουν λιγότερες μέρες την εβδομάδα, λιγότερες φορές τον χρόνο. Ο όγκος της δουλειάς τους έχει συρρικνωθεί.
Λένε ότι δεν γράφονται πια καλά λαϊκά τραγούδια ή τραγούδια -επιτυχίες όπως παλιά. Είναι αλήθεια;
Όταν γράφονταν τα «καλά λαϊκά τραγούδια» βοηθούσε με έναν τρόπο και η εποχή για να γραφτούν. Στη μεταπολεμική Ελλάδα η ανάγκη τόσο για το λαϊκό όσο και για το πολιτικό τραγούδι ήταν τεράστια. Ήταν η ανάγκη για εξέλιξη, κι αυτό είχε βοηθήσει να γεννηθεί ένα γενικότερο κλίμα καλλιτεχνικής δημιουργίας. Υπήρχε μεταξύ όλων των μεγάλων μας συνθετών ειλικρινής άμιλλα, επικοινωνία. Το ίδιο συνέβαινε και στη δική μας γενιά με το έντεχνο τραγούδι και τη δισκογραφία της τη δεκαετίας του ενενήντα. Καλά τραγούδια όμως γράφονται και τώρα, αρκεί να θέλουμε να τα βρούμε και να τα ακούσουμε μέσα σε αυτή τη χαοτική εποχή, γιατί έχει σίγουρα αλλάξει ο τρόπος. Παράλληλα, είναι και πιο προσωπική η ιστορία του κάθε δημιουργού, του κάθε νέου καλλιτέχνη. Σήμερα ο λαϊκός άνθρωπος είναι εντελώς διαφορετικός από τον λαϊκό άνθρωπο της δεκαετίας του πενήντα και του εξήντα. Ακούει αλλιώς, επηρεάζεται από πολλές μουσικές τάσεις, έχει χιλιάδες νέα ερεθίσματα συνεχώς. Συνολικά είμαστε πιο περίπλοκοι και σύνθετοι οι άνθρωποι πια, αυτό τα αλλάζει όλα, σίγουρα και το τραγούδι.
Από τα τραγούδια που έχετε πει και είναι πολλά, ποια είναι αυτά που αγαπήσατε περισσότερο;
Καταλαβαίνετε ότι είναι πολύ δύσκολο να διαλέξω. Ίσως να αγαπώ πιο πολύ κάποια τραγούδια της παράδοσης. Το πιο ισχυρό σήμα είναι αυτό.
Επιστρέφετε για μια συνάντηση με το κοινό σας στο οποίο τι θέλετε να πείτε από τη σκηνή;
Τα τραγούδια έχουν μνήμη: τα συνδυάζουμε με εποχές, με ανθρώπους, με μυρωδιές, με εικόνες. Οι στιγμές που ακούγαμε ένα τραγούδι, κρατιούνται στη μνήμη μας και μέσω του τραγουδιού, όπως κρατιούνται και μέσα σε ένα άλμπουμ με φωτογραφίες. Αυτή τη βασική σκέψη προσπαθήσαμε να χωρέσουμε μέσα στη φετινή μας παράσταση. Βασισμένη σε μια ιδέα του Χρήστου Παπαμιχάλη, αγαπημένου ραδιοφωνικού παραγωγού και ανθρώπου, με τον οποίο συνεργαστήκαμε για να φτιάξουμε έναν κόσμο μέσα από τα τραγούδια όπως τα ζούμε κάθε στιγμή της ζωής μας.
Στόχος μας είναι να υπάρχει και μια διάδραση σε όλο αυτό, κι έχουμε ζητήσει από τον κόσμο να μας στέλνει και δικές του φωτογραφίες από στιγμές που θέλει να κρατήσει στη μνήμη του, από μια γιορτή, μια συγκέντρωση με φίλους, μια εκδρομή. Φωτογραφίες με το ιδιαίτερο χρώμα της εποχής τους η κάθε μία- αλλιώς εκείνες που τραβούσαμε σε φιλμ και δίναμε για εκτύπωση, αλλιώς οι παλιές polaroid, αλλιώς οι τωρινές που ανταλλάσσουμε μέσα από τα τηλέφωνά μας. Κάπως έτσι θα φτιάχνουμε το παζλ της κάθε βραδιάς μαζί με τον κόσμο που θα έρχεται να μας ακούσει. Στη σκηνή θα έχω τη χαρά να προσκαλέσω έναν τραγουδοποιό από τη νέα γενιά, τον Γιάννη Παπαγεωργίου, που μου προκάλεσε το ενδιαφέρον από τη στιγμή που άκουσα τα τραγούδια του στο ραδιόφωνο. Θα συμπράξει μαζί μας, με τη σταθερή ομάδα που αποτελεί τους Bogaz Musique, και με τους οποίους δημιουργούμε ήδη εδώ και πολλά χρόνια μαζί τις μουσικές μου παραστάσεις.
—
Info:
Ελένη Τσαλιγοπούλου, «Άλμπουμ» | Μαζί της ο Γιάννης Παπαγεωργίου & οι Bogaz Musique | Από το Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2020 και για όλα τα Σάββατα του Ιανουαρίου | Ώρα έναρξης: 22.00 | Πειραιώς 131
Κείμενο: Αργυρώ Μποζώνη
Πηγή: www.elculture.gr