Διανύουμε μια κρίσιμη εποχή για τον κινηματογράφο, και κατά συνέπεια για την κινηματογραφική κριτική. Χιλιάδες «εύκολες» γνώμες, δίχως γνώση του αντικειμένου και με αγύμναστο αισθητήριο, ξεχύνονται στο διαδίκτυο. Η (αμφιβόλου αξίας) βαθμολογία του Imdb ορίζει την ποιότητα, και τα αστεράκια καταδικάζουν ή αποθεώνουν. Όσο πιο αμφιλεγόμενη η ταινία, τόσο πιο ακραία η πολεμική. Μια άβυσσος γνώσεων, αισθητικής και καλλιέργειας διαχωρίζει τον λάτρη του κινηματογράφου απ’ τον ταινιοφάγο. Η ίδια απόσταση υπάρχει ανάμεσα σε μια «αβίαστη γνώμη», από τα εκατομμύρια που διαβάζουμε στα σχόλια αναγνωστών στα sites και στα social media, και σε μια «κριτική». Ο μεγάλος κινηματογραφιστής Μάρτιν Σκορσέζε έκανε μια σπάνια παρέμβαση και έγραψε μια ανοιχτή επιστολή προς το Hollywood Reporter, με αφορμή την ταινία ”mother!” του Ντάρεν Αρονόφσκι, που απαξιώθηκε όσο λίγες στην λαιμητόμο των aggregators και των δοκιμαστικών previews. Οι κακές βαθμολογίες χαντάκωσαν το εν λόγω φιλμ, που δεν ήταν σίκουελ/πρίκουελ/spin off/διασκευή βιβλίου/ριμέικ, αλλά ήθελε να επικοινωνήσει μια αμφιλεγόμενη και τολμηρή ιδέα. Τα F έπεσαν βροχή και ο κινηματογραφικός διάλογος (ακόμα και για τις αδυναμίες της ταινίας) πήγε περίπατο. Όσα και να γράψω, δεν θα τα πω καλύτερα από τον κύριο Μάρτιν Σκορσέζε. Ακολουθεί μεταφρασμένη η επιστολή του.

Έχω σοβαρές αμφιβολίες ότι οποιοσδήποτε νοσταλγεί τις μέρες του σχολείου, όπου έπαιρνες βαθμούς για τις αποδόσεις σου. Μπορεί να κάνω λάθος, αλλά δεν νομίζω.

Όταν αποφοίτησα από το σχολείο, σκεφτόμουν «Τέλεια, τέλος οι βαθμοί!». Αυτό ήταν πριν από την πρώτη προβολή της πρώτης ταινίας μου. Όπως μπορεί να επιβεβαιώσει οποιοσδήποτε σκηνοθέτης, τα previews των ταινιών είναι σκληρές εμπειρίες. Μερικές φορές είναι πραγματικά καταστροφικές, όπως στην περίπτωση της προβολής της ταινίας «Οι Υπέροχοι Αμπερσονς» (The Magnificent Ambersons, 1942) του Όρσον Γουέλς. Τα στελέχη του στούντιο χρησιμοποίησαν τις αρνητικές αντιδράσεις του κοινού για να πετσοκόψουν το αρχικό μοντάζ του Γουέλς, σε μια ταινία που σήμερα αναγνωρίζεται ως αριστούργημα.

Μερικές φορές, όταν όλοι συνεργάζονται, οι δοκιμαστικές προβολές μπορούν να απαντήσουν σε μερικές βασικές ερωτήσεις. Ήταν αυτή η πληροφορία σαφής στο κοινό; Ήταν σωστό το timing μιας σκηνής; Τι μπορεί να αποξενώσει το κοινό σε μία σκηνή; Μπορούν να αποσαφηνιστούν κάποια μικρά, συγκεκριμένα θέματα.

Όταν ολοκληρωθεί η ταινία, φυσικά έρχονται οι κριτικές. Όπως κάθε άλλος, έχω κι εγώ το μερίδιό μου σε θετικές και αρνητικές κριτικές. Οι αρνητικές προφανώς δεν είναι πολύ ευχάριστες, αλλά αυτό είναι επόμενο. Ωστόσο, θα έλεγα ότι στο παρελθόν, όταν μερικοί κριτικοί είχαν αντιρρήσεις με κάποια από τις ταινίες μου, η απόκρισή τους εκφράζονταν με στοχαστικό τρόπο, με πραγματικά επιχειρήματα τα οποία ένιωθαν την υποχρεώση να αναπτύξουν και να στηρίξουν.

Τα τελευταία 20 περίπου χρόνια, πολλά πράγματα έχουν αλλάξει στον κινηματογράφο. Αυτές οι αλλαγές έχουν συμβεί σε κάθε επίπεδο, από τον τρόπο που γυρίζονται οι ταινίες μέχρι και τον τρόπο που τις βλέπουμε ή πως τις συζητάμε. Πολλές από αυτές τις αλλαγές έχουν τη θετική και την αρνητική πλευρά. Για παράδειγμα, η ψηφιακή τεχνολογία έδωσε τη δυνατότητα στους νέους να κάνουν ταινίες με αμεσότητα, με απόλυτη ανεξαρτησία. Από την άλλη πλευρά, η εξαφάνιση των προβολών σε φιλμ 35mm από την πλειονότητα των αιθουσών Α’ προβολής είναι μια πραγματική απώλεια.

Υπάρχει και μία άλλη αλλαγή που, θεωρώ πως δεν έχει ουδεμία θετική πλευρά. Ξεκίνησε τη δεκαετία του ’80 όταν το «box office» άρχισε σαν μύκητας για να εξελιχθεί στη συνέχεια σε εμμονή. Όταν ήμουν νέος, τα στατιστικά του box office έφταναν μόνο σε περιοδικά της βιομηχανίας όπως το Hollywood Reporter. Τώρα, φοβάμαι ότι είναι «τα πάντα». Το box office είναι το θέμα που κατακλύζει κάθε κινηματογραφική συζήτηση και συχνά είναι κάτι πολύ πιο βαθύ. Οι σκληρές επικρίσεις έχουν μετατρέψει τα ανοίγματα του Σαββατοκύριακου σε ένα αιματηρό αθλητικό θέαμα που φαίνεται να προκαλεί με τη σειρά του μία εξίσου αιματηρή προσέγγιση και στην ίδια την κριτική του κινηματογράφου. Μιλώ για εταιρείες έρευνας αγοράς όπως το Cinemascore, το οποίο ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του ’70, αλλά και για τις online συναθροίσεις όπως το Rotten Tomatoes, οι οποίες δεν έχουν την παραμικρή σχέση με την πραγματική κινηματογραφική κριτική. Αξιολογούν μια ταινία με τον τρόπο που θα βαθμολογούσαν ένα άλογο που τρέχει στον ιππόδρομο ή ένα εστιατόριο στον οδηγό του Zagat ή μια συσκευή οικιακής χρήσης στις αναφορές καταναλωτών. Αυτές οι αξιολογήσεις σχετίζονται με τον κινηματογράφο ως επιχείρηση και δεν έχουν καμία σχέση με τη καλλιτεχνική δημιουργία ή την πνευματική ανάγνωση μιας ταινίας. Ο σκηνοθέτης περιορίζεται σε έναν ρόλο κατασκευαστή «περιεχομένου» και ο θεατής μετατρέπεται σε απλό καταναλωτή, δίχως αγωνία και πάθος.

66dmvw_2.png

Αυτές οι εταιρείες και οι συναθροίσεις έχουν θέσει έναν τόνο που αποδεικνύεται εχθρικός σε σοβαρούς κινηματογραφιστές: ακόμα και ο τίτλος Rotten Tomatoes (Σάπιες Ντομάτες) είναι προσβλητικός. Η κριτική κινηματογράφου που γράφεται από ανθρώπους που ασχολούνται με πάθος και έχουν πραγματική γνώση της ιστορίας του, σταδιακά έχει ξεφτίσει. Φαίνεται ότι υπάρχουν όλο και περισσότερες φωνές εκεί έξω αφοσιωμένες στην καθαρή επίκριση, άνθρωποι που φαίνεται πως ικανοποιούνται όταν βλέπουν ταινίες και σκηνοθέτες να απορρίπτονται, να ακυρώνονται και πολλές φορές να καταστρέφονται. Κάτι ανάλογο με αυτό που συμβαίνει με το απελπισμένο και αιμοδιψές πλήθος στο φινάλε της «μητέρας!» της ταινίας του Ντάρεν Αρονόνφσκι!

Πριν δω τη «μητέρα!» ήμουν εξαιρετικά ανήσυχος από τα σκληρά επικριτικά σχόλια γύρω απ’ αυτό. Φαίνεται πως πολλοί άνθρωποι ήθελαν να ορίσουν με τον τρόπο τους την ταινία, να τη βάλουν σε κουτάκι και τελικά να την καταδικάσουν. Και πολλοί φάνηκαν να χαίρονται απ’ το γεγονός ότι έλαβε βαθμό F στο Cinemascore. Αυτό ήταν κάτι που έγινε είδηση – η «μητέρα!» χαστουκίστηκε με την αυτηρότερη βαθμολογία F του Cinemascore, μια τρομερή διάκριση που μοιράζεται με άλλες ταινίες των Ρόμπερτ Όλτμαν, Τζέιν Κάμπιον, Γουίλιαμ Φρίντκιν και Στίβεν Σόντερμπεργκ.

Αφού τελικά είδα τη «μητέρα!» αισθάνθηκα ακόμα πιο ενοχλημένος απ’ αυτή τη βιαστική κρίση και γι ‘αυτό θέλησα να μοιραστώ τις σκέψεις μου. Οι άνθρωποι φαίνεται πως ήθελαν αίμα, μόνο και μόνο επειδή η ταινία δεν μπορούσε εύκολα να οριστεί ή να ερμηνευτεί με μια απλή περιγραφή δύο λέξεων. Είναι μια ταινία τρόμου, ή μια μάυρη κωμωδία, ή μια βιβλική αλληγορία, ή μια παραβολή για την ηθική και την περιβαλλοντική καταστροφή; Ίσως κάτι λίγο από όλα τα παραπάνω, αλλά σίγουρα όχι μόνο ένα πράγμα.

Είναι μια ταινία που πρέπει να ερμηνευτεί; Που πάει η εμπειρία της παρακολούθησης της «μητέρας!»; Ήταν τόσο δουλεμένη, τόσο όμορφα σκηνογραφημένη και είχε τόσο ωραίες ερμηνείες – η υποκειμενική κάμερα και οι ανάστροφες, υποκειμενικές γωνίες λήψης, τα πάντα σε κίνηση… Ο σχεδιασμός ήχου που περικυκλώνει τον θεατή από τις γωνίες και τον οδηγεί όλο και πιο βαθιά στον εφιάλτη… Η εξέλιξη της ιστορίας, που αναστατώνει όλο και περισσότερο καθώς η ταινία προχωρά. Η φρίκη, η σκοτεινή κωμωδία, τα βιβλικά στοιχεία, ο προειδοποιητικός μύθος – είναι όλα εκεί, αλλά ως ξεχωριστά στοιχεία της συνολικής εμπειρίας η οποία παρασύρει τους χαρακτήρες και τους θεατές μαζί. Μόνο ένας αληθινός, παθιασμένος σκηνοθέτης θα μπορούσε να έχει κάνει αυτή την ταινία, την οποία κουβαλάω μαζί μου, βδομάδες μετά την θέαση.

Οι καλές ταινίες από αληθινούς κινηματογραφιστές δεν γίνονται για να αποκωδικοποιηθούν, να καταναλωθούν ή να κατανοηθούν άμεσα. Δεν γίνονται καν για να γίνουν άμεσα αρεστές. Έχουν γίνει μόνο επειδή ο άνθρωπος πίσω από την κάμερα έπρεπε να τις κάνει. Και όποιος γνωρίζει την ιστορία του σινεμά, το γνωρίζει αυτό πολύ καλά. Υπάρχει ένας μακρύς κατάλογος τίτλων – «Ο Μάγος του Οζ», «Μια Υπέροχη Ζωή», «Δεσμώτης του Ιλίγγου» και «Point Blank» για να αναφέρω μερικούς – που απορρίφθηκαν στην πρώτη προβολή τους και στη συνέχεια έγιναν κλασικές. Οι βαθμολογίες του Tomatometer και του Cinemascore θα φύγουν σύντομα. Ίσως ισχυροποιηθούν σε κάτι ακόμα χειρότερο.

Ή ίσως απλά ξεθωριάσουν και διαλυθούν στο φως φως ενός νέου πνεύματος κινηματογραφικής παιδείας. Στο μεταξύ, παθιασμένες δημιουργίες όπως η «μητέρα!» θα συνεχίσουν να απασχολούν το μυαλό μας.

Μπορείτε να διαβάσετε το αυθεντικό κείμενο του Μάρτιν Σκορσέσε εδώ.

 

πηγή: avopolis.gr