Σε αντίθεση με ό,τι μπορεί να ακούσετε σε διάφορες διαφημίσεις, το καλύτερο λαϊκό πρόγραμμα της νυχτερινής Αθήνας βρίσκεται σταθερά στο Περιβόλι Του Ουρανού. Και το Σάββατο απέδειξε ότι δεν φοβάται τίποτα, ούτε καν τα τριήμερα: παρά την έξοδο αρκετών με την ευκαιρία της φετινής 25ης Μαρτίου, το μαγαζί ήταν γεμάτο. Επιτυχία γκράντε για μια παράσταση που ούτε πολυδιαφημίζεται, ούτε και βρίσκεται στην αρχή της, αφού «παίζει» όλη τη χειμερινή σαιζόν.
Οι Orchestra Laou Laou έχουν το λίγο άχαρο έργο της έναρξης, με την έννοια ότι προσπαθούν να «ζεστάνουν» το κλίμα σε μια ώρα που αρκετές κρατήσεις δεν έχουν ακόμα φανεί και όσοι έχουν προσέλθει ασχολούνται βασικά με το τι θα φάνε. Το set βασίζεται κυρίως σε διασκευές, οι οποίες δεν έχουν πολλές εκπλήξεις στο μανίκι τους, καθώς μεταβολίζουν το αρχικό υλικό σε ένα εύκολο στο αυτί αποτέλεσμα, το οποίο ισορροπεί μοδάτα –αλλά και λίγο αγοραία– μεταξύ Κωστή Μαραβέγια και Goran Bregović. Παρά ταύτα, οι Μέλιος Κατσαμάκης, Λεωνίδας Μαριδάκης, Μενέλαος Μωραΐτης & Λεωνίδας Παλαμιώτης είναι όλοι τους καλοί μουσικοί· υπάρχει έτσι ένας αδιαπράγματευτος επαγγελματισμός σε αυτό που κάνουν.
Τα ηνία αναλαμβάνει στη συνέχεια η Ασπασία Στρατηγού, φωνή που βρίσκεται αρκετά χρόνια στα πάλκα (είναι σήμερα 35 χρονών) και συχνά έχει φανεί στο πλευρό του Γιώργου Νταλάρα, χωρίς όμως να κάνει ανάλογη αίσθηση στη δισκογραφία ή στη ραδιοφωνική πλευρά των πραγμάτων. Παρά το μουδιασμένο της ξεκίνημα το Σάββατο, έδειξε πολύ γρήγορα ότι είναι μια τραγουδίστρια ευέλικτη, καλλίφωνη και με αρκετά ερμηνευτικά χαρίσματα. Τόσο στο αρχικό μέρος, όσο και στη συνέχεια –όταν παίρνει πια θέση δίπλα στον Χρήστο Νικολόπουλο και στον Στέλιο Διονυσίου– στάθηκε αξιοπρεπέστατα, βγαίνοντας μάλιστα ασπροπρόσωπη και σε ορισμένα δύσκολα κομμάτια από το χρυσό παρελθόν του λαϊκού ήχου σαν το “Δεν Υπάρχουν Άγγελοι” ή το “Στων Αγγέλων Τα Μπουζούκια”.
Ούτε ο Στέλιος Διονυσίου έχει βέβαια κάνει μεγάλη αίσθηση στη δισκογραφία και στα ραδιόφωνα: η συλλογική μνήμη έχει μείνει φοβάμαι στο “Ψηλά Τα Χέρια” (1997), ένα μέτριο τραγούδι με τον κακοβαλμένο στίχο «θέλεις ξένα καλοκαίρια», με το οποίο και ανοίγει πάντως τη δική του εμφάνιση. Παρά ταύτα, καταφέρνει και συγκαταλέγεται στα βαριά «χαρτιά» του προγράμματος στο Περιβόλι Του Ουρανού, καθώς τόσο στην όψη, όσο και στη φωνή, φέρνει κάτι από τον πατέρα του –τον σπουδαίο Στράτο Διονυσίου.
Συν τω χρόνω, μάλιστα, ο Διονυσίου έχει βελτιώσει αρκετά την τεχνική του, με αποτελέσματα ενίοτε εντυπωσιακά. Πολλά έτσι από τα πιο διάσημα και αγαπητά τραγούδια του πατέρα του ζωντανεύουν κατά τρόπο βροντερό, κουβαλώντας ατόφια την παρακαταθήκη τους στο σήμερα (“Ο Σαλονικιός”, “Με Σκότωσε Γιατί Την Αγαπούσα”, “Αγάπη Μου Επικίνδυνη”, “Εγώ Να Δεις”, “Λέγε Με Παλιόπαιδο”, “Εγώ Ο Ξένος”), ενώ ανάλογες επιδόσεις σημειώνονται και στις υπόλοιπες επιλογές (καταπληκτική η εκτέλεση στο “Τι Θέλεις Να Κάνω” του Γιάννη Πάριου), ακόμα και όταν έρχεται η ώρα για επιλογές που έχουν μείνει με τη φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη ή για αδίκως ξεχασμένα κομμάτια σαν το “Ριγέ Σακάκι” του Κώστα Ψυχογιού.
Τα βασικά ονόματα, πάλι, ο Χρήστος Νικολόπουλος δηλαδή και η Πίτσα Παπαδοπούλου, αν και συνυπάρχουν στο βασικό τμήμα του πρώτου μέρους του προγράμματος, προτιμούν γενικά την αυτόνομη κάθοδο στη σκηνή –ο μεν Νικολόπουλος πλαισιωμένος από τη Στρατηγού και τον Διονυσίου, η δε Παπαδοπούλου σε πιο μοναχική διαδρομή, η οποία θυμίζει (σε μικρογραφία) περασμένες εποχές σε μεγάλες πίστες.
Τα πανέρια των λουλουδούδων πήγαιναν και έρχονταν ασταμάτητα το Σάββατο, με αποτέλεσμα σε κάποιο σημείο να χρειαστεί να σκουπιστεί η πνιγμένη στα γαρύφαλλα σκηνή, ενώ αρκετοί ήταν και όσοι σηκώθηκαν να χορέψουν: τσιφτετέλια οι γυναίκες, ζεϊμπέκικα οι άνδρες, στην πλειονότητά τους μεγαλύτερης ηλικίας –με μια άλφα εμπειρία στις κινήσεις, που λείπει εμφανώς από νεότερους, όσους έχουμε κατά καιρούς δει σε ανάλογα βραδινά θεάματα. Εδώ πρέπει ασφαλώς να δοθούν εύσημα και στην ορχήστρα, η οποία απαρτίζεται από εξαίσιους μουσικούς, αλλά και στον χώρο: το Περιβόλι Του Ουρανού έχει την ένταση εκεί που πρέπει να την έχει, η διαρρύθμισή του δεν στριμώχνει τους θαμώνες και ο εξαερισμός κρίνεται άψογος.
Η Πίτσα Παπαδοπούλου, αν και επισήμως στα 74, φαίνεται αρκετά χρόνια νεότερη και σε όψη, μα και σε ερμηνευτικό σφρίγος. Παρότι μικροκαμωμένη ως φιγούρα, «γεμίζει» με άνεση την πίστα, τραγουδώντας απαράμιλλα: με ένα εντελώς προσωπικό χρώμα, αλλά και με μια ατόφια λαϊκότητα, την οποία δεν βρίσκεις πια στις νεότερες παρουσίες του χώρου.
Είτε σε δικά της κομμάτια, είτε σε διασκευές, η Παπαδοπούλου αποτυπώθηκε καταπληκτική στο Περιβόλι Του Ουρανού, ικανή να σηκώσει κέφι χωρίς πολλά-πολλά. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση ότι δεν είπε το “Τζάμπα Καίει Η Λάμπα” (από τις πιο αναγνωρίσιμες προσωπικές της επιτυχίες), μπήκε ωστόσο με το “Μη Μιλάς” και δημιούργησε έναν μικρό χαμό με το “Γκρέμισ’ τα”, σε όσους ειδικά το θυμούνταν ως σουξέ από τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Στάθηκε ωστόσο και στον περσινό της δίσκο με τον Χρήστο Νικολόπουλο (δείτε εδώ), ενώ έκανε και την έκπληξη τραγουδώντας μας πολύ ωραία Δημήτρη Ζερβουδάκη, αλλά και Σωκράτη Μάλαμα. Πρόκειται για σπάνια περίπτωση λαϊκής ερμηνεύτριας και είναι ευχής έργον ότι μπορούμε να χαιρόμαστε το ταλέντο της και οι νεότεροι.
Αλλά και ο Χρήστος Νικολόπουλος, έδωσε κι αυτός με τη σειρά του έναν σωρό λόγους να τον θαυμάσουμε. Παρότι έχει γράψει πλήθος τραγουδάρες, παραμένει σεμνός και προσιτός, μια φιγούρα που δείχνει να ζει και να αναπνέει για να βρίσκεται εκεί στο πάλκο, δίπλα στους μουσικούς και στους ερμηνευτές του. Ζηλευτός σολίστας στο μπουζούκι, πρόσφερε απλόχερα την τέχνη της διπλοπενιάς στην πιο σμιλεμένη της εκδοχή, ενώ πήρε και το μικρόφωνο ανά περιστάσεις, είτε για να πει το “Και Φούμα-Φούμα” (το λέει πάντα πολύ ωραία), είτε για να πιάσει τις αθάνατες “Νταλίκες”, κρατώντας εκείνη τη δωρική, ήρεμη αποστασιοποίηση που διέκρινε και την ερμηνεία του Γιώργου Σαρρή.
Κατά τα λοιπά, ο Νικολόπουλος άφησε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στους τραγουδιστές του, προσφέροντας ένα πολύ ισορροπημένο πρόγραμμα: στο πρώτο μέρος έλαμψαν τα δικά του κομμάτια, στο δεύτερο το ρεπερτόριο απλώθηκε στην ευρύτερη λαϊκή δημιουργία, εστιάζοντας κυρίως σε τραγούδια άλλων συνθετών. Είναι πολύ απλά ο κατάλληλος άνθρωπος, στο κατάλληλο μέρος, με τους κατάλληλους συνεργάτες για να δείξει πέρα από κάθε αμφιβολία τι δύναμη υπάρχει ακόμα σε αυτό το ελληνικό τραγούδι που ο ίδιος έχει εκπροσωπήσει επάξια –και που δυστυχώς φαντάζει πλέον παροπλισμένο στο σημερινό σκηνικό, ως υπόθεση μιας απόμαχης γενιάς.
Σε κάποιο σημείο του προγράμματος, εκεί στο δεύτερο μέρος, φάνηκε ανάμεσα στα μπροστινά τραπέζια και ο Κώστας Μακεδόνας, ο οποίος είχε έρθει να πιει ένα ποτό με την παρέα του. Ο Νικολόπουλος δεν έχασε την ευκαιρία να τον καλέσει στη σκηνή, ο Διονυσίου του παραχώρησε φιλόξενα θέση μα και μικρόφωνο και εκείνος –έτσι χωρίς την παραμικρή προετοιμασία– έδωσε ρέστα, ερμηνεύοντας όλα του τα σπουδαία τραγούδια: και “Μόνο Μια Φορά” ακούσαμε και το “Ποδήλατο” και τα “Μαργαριτάρια” και το “Κάτσε Καλά”, αλλά και το υπέροχο “Βραδιάζει”, που ο Νικολόπουλος χάρισε στον Καζαντζίδη εκεί στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Ο κόσμος τον καταχειροκρότησε και το άξιζε, πέρα ως πέρα.
Η βραδιά τελείωσε 4 το πρωί, με “Πέντε Έλληνες Στον Άδη”. Απλά, χωρίς φανφάρες και φασαρίες για περιττά encore, με έναν σύντομο αποχαιρετισμό και τα φώτα του μαγαζιού να ανάβουν. Κάπως έτσι φτιάχνονται τα σπουδαία προγράμματα.
πηγή: avopolis.gr