Η γενιά μας βρίσκεται σε ένα αμήχανο, προ-οργασμικό στάδιο, ισορροπώντας μεταξύ σκέψεων και αποφάσεων, αβέβαιη για το μέλλον της και μαλωμένη με το παρόν της. Πάνω σε όλα αυτά βασίστηκε ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος για να γράψει μια ιστορία για 8 ανθρώπους που φορτώνονται τα όνειρα και τους φόβους τους, έτοιμοι για τη μεγάλη Φυγή. Έχοντας μια τέτοια εύθρυπτη συνθήκη στα χέρια του, συνεργάστηκε με τον Θέμη Καραμουρατίδη για τη δημιουργία πρωτότυπου soundtrack και τον Μίνωα Θεοχάρη για τη σκηνοθεσία· και μαζί φέρνουν τώρα την ιστορία της Απλής Μετάβασης στο Εθνικό Θέατρο. Ορμώμενοι από την πρεμιέρα της παράστασης, ο Ευαγγελάτος και ο Θεοχάρης μας μίλησαν για τη μιούζικαλ δημιουργία στην Ελλάδα, την αντιμετώπιση που λαμβάνει το μουσικό θέατρο στη χώρα μας, μα και την εμπειρία της ζωής στη σύγχρονη Αθήνα…

Πότε αντιληφθήκατε ο ένας την καλλιτεχνική ύπαρξη του άλλου;

Γεράσιμος Ευαγγελάτος: Το 2003. Ο Μίνως πήρε μέρος στην πρώτη ακρόαση της Μικρής Άρκτου κι εμείς στη δεύτερη. Οπότε τα παιδιά που είχαν ήδη συμμετάσχει, ήταν για μας ένα σημείο αναφοράς. Ως τραγουδιστή τον είδα για πρώτη φορά στο θέατρο Ροές, στην παράσταση Το Πικραμύγδαλο του Κόσμου. Ακριβώς μετά ήταν που τον είδα και στο Grease.

Μίνως Θεοχάρης: Εγώ πέρασα αυτήν την ακρόαση όταν τέλειωσα το λύκειο, κάνοντας ένα βήμα πίσω, γιατί ήθελα να σπουδάσω ηθοποιός. Το καλοκαίρι του πρώτου έτους συμμετείχα –παράνομα, να σημειωθεί– στο Grease. Κράτησα όμως μία επαφή και με την εταιρία και με τους συνεργάτες. Συνεργάστηκα μάλιστα και με τη Νατάσσα Μποφίλιου σε κάποια live του Δημήτρη Μαραμή. Μετά βρισκόμασταν διαρκώς σε κοινές παρέες. Αυτό που μας έδεσε είναι τα πολλά χρόνια και η πολλή φροντίδα για πράγματα που αγαπάμε, με διαφορετικό τρόπο ο καθένας. Εκείνο δε που μας ενώνει πυρηνικά, είναι η αγάπη μας για το μουσικό θέατρο.

Πώς βλέπετε λοιπόν το μιούζικαλ ως είδος, εν έτει 2019;

Μ.Θ.: Πιστεύω ότι βρίσκεται σε μία αμηχανία, ειδικά σε σχέση με τους συνθέτες. Ό,τι έγινε τότε με τον Άντριου Λόιντ Γουέμπερ, ίσως έγινε τώρα με τον Λιν Μανουέλ Μιράντα. Νομίζω δηλαδή πως υπήρξε ένα τεράστιο κενό μέχρι να σκάσει το Χάμιλτον. Ίσως προσέθετα βέβαια και το Waitress. Αυτό που έχει αλλάξει, στην ουσία, είναι οι ιστορίες. Το Dear Evan Hansen, αν και δεν με τρελαίνει σαν σύνθεση, είναι π.χ. ένα δείγμα φρέσκιας ιστορίας. Του γούστου μου είναι οι μουσικές του Άλαν Μένκεν, του Γουέμπερ και ό,τι έχει παίξει στη Disney. Αντίστοιχα, το Μαγαζάκι του Τρόμου είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα ποπ. Με συγκινεί το ενδιάμεσο της κλασικής και της ποπ. Eκεί χτυπάει πιο δυνατά η καρδιά μου, στα βιολιά και στις μεγάλες ορχήστρες.

58iAplMtv_2.jpg

Πόσο μεγάλη είναι δηλαδή η δική σας ορχήστρα;

Μ.Θ.: Τέσσερις μουσικοί! (γέλια)

Γ.Ε.: Εγώ νομίζω ότι άλλαξαν οι γενιές. Επήλθε μία αμηχανία για το κοινό στο οποίο απευθυνόταν το μιούζικαλ από τη δεκαετία του 1990 και μετά, ως προς το πού μετατοπιζόταν η όλη προβληματική του. Το μιούζικαλ έγινε πιο νεανικό με τον Jonathan Larsson, έγινε λιγότερο επίσημο και άρχισε να απευθύνεται σε πιο ανήσυχους ανθρώπους. Και εκείνο βέβαια που τράβηξε τη διαχωριστική γραμμή πιο βαθιά, ήταν η Dinsey. Ξαφνικά, δηλαδή, φάνηκε ότι το μιούζικαλ μπορεί να απευθυνθεί σε ευρύ κοινό και να κερδίσει πάρα πολλά λεφτά, αλλά δεν γινόταν να υπάρξει αντιστοιχία στην παράλληλη θεατρική δημιουργία, ούτε να συναγωνιστεί κανείς τις τεράστιες εισπρακτικές επιτυχίες του κινηματογράφου. Οπότε αρχίσαμε να αντλούμε υλικό από τις ταινίες και υπήρξε ένας ευτελισμός της πρωτότυπης δημιουργίας. Κι έτσι τα καινούρια πράγματα άρχισαν να ξεπηδούν από off Broadway σκηνές: από μικρότερους δημιουργούς, με πιο πειραματική διάθεση.

Πού δείχνει να οδεύει πλέον το μιούζικαλ;

Γ.Ε.: Δεν είναι ξεκάθαρο. Γίνονται επιτυχίες πράγματα απρόβλεπτα, που σημαίνει ότι υπάρχει προσπάθεια να βρεθεί μία νέα φωνή, ενώ και το κοινό προσπαθεί να βρει τι θα του κινήσει το ενδιαφέρον. Το Χάμιλτον είναι μία μεμονωμένη περίπτωση, δεν μπορούμε να περιμένουμε να ξεκινήσει μία νέα σχολή από εκεί. Αλλά σίγουρα μπορεί να απελευθερώσει ανθρώπους για να πούνε μία ιστορία με καινούρια μέσα. Είναι σε σημείο μετάβασης. Απλής Μετάβασης.

Μ.Θ.: Εγώ πιστεύω ότι πρέπει να βάζουμε την παράσταση στην εξίσωση. Αν δημιουργεί δηλαδή μαγεία κι αν υπάρχει ηλεκτρισμός. Όπως π.χ. τo Cats. Όταν συναντιούνται καλλιτέχνες κι έχουν χώρο να βάλουν τη δημιουργικότητά τους μέσα, τότε δημιουργείται μαγεία. Πρέπει να υπάρξει συγχρονικότητα, δεν γίνεται να προβλεφθεί.

58iAplMtv_3.jpg

Τι αντιμετώπιση έχει λάβει το μιούζικαλ στην Ελλάδα;

Γ.Ε.: Πονεμένη ιστορία. Είναι σίγουρα πολύ άδικο να συγκρίνεται με όσα γίνονται έξω, να βάλλεται από παντού και που το σνομπάρουν, σαν να μην είναι για εδώ. Πρόκειται για είδος που χρειάζεται χώρο και πειραματισμό για να ανθίσει. Αποζητά ανθρώπους που θα ποντάρουν σε αυτό κι έχουν διάθεση να δουλέψουν πάνω του, χωρίς να βολευτούν με έτοιμες συνταγές. Είναι είδος που σίγουρα αφορά το κοινό, αρκεί να καταφέρει να επαναπροσδιορίσει τη συγκίνησή του, πού θέλει δηλαδή να απευθυνθεί και τι ιστορίες θέλει να πει. Πρέπει επίσης να εντοπίσει που βρίσκεται ο κοινός τόπος του με τις ανάγκες του ελληνικού ακροατηρίου. Μία επιτυχία του εξωτερικού δεν μπορεί απαραίτητα να μεταφερθεί εδώ· ούτε ένα μιούζικαλ του παρελθόντος μπορεί να αναβιώσει εδώ με εγγυημένη επιτυχία. Ας γίνουν και αποτυχίες. Πρέπει να γίνουν μερικές αποτυχίες. Χρειαζόμαστε τολμηρούς παραγωγούς, που έχουν διάθεση να αφουγκραστούν πώς μπορεί να προσαρμοστεί το μουσικό θέατρο στο κοινό. Αν βρεθεί αυτό το σημείο τομής, τότε θα έχουμε στα χέρια μας κάτι πολύ δυναμικό.

Μ.Θ.: Εγώ αισθάνομαι ότι είμαστε πολύ αμήχανοι απέναντι στο είδος. Καταφεύγουμε σε λύσεις σαν τα αφιερώματα και στέκουμε σαστισμένοι απέναντι στη δημιουργία πρωτότυπου υλικού για το μουσικό θέατρο, όσο θεωρούμε ότι το ελληνικό μιούζικαλ ταυτίζεται απαραιτήτως με τη γραμμή του Γιάννη Δαλιανίδη. Πρέπει σίγουρα να αποφευχθεί μία παγίδα στην οποία πέφτουν όλοι: η κακή μίμηση του εξωτερικού. Δεν έχουμε καταφέρει να φτάσουμε στον δικό μας πυρήνα και να αντλήσουμε υλικό από εκεί. Ας βρεθεί λοιπόν τι θέλουμε να ειπωθεί και ας έρθει η μουσική να το ανυψώσει οργανικά. Ας μιλήσουμε για τον δικό μας τόπο.

Μιλώντας για το δίπολο Ελλάδας και εξωτερικού, τυγχάνει να είναι κι ένας θεματικός άξονας πάνω στον οποίον βαίνει η ιστορία της Απλής Μετάβασης. Παράλληλα, αναμετριέται και με τη συνθήκη της φυγής. Γεράσιμε, μέσα από τα τραγούδια σου έχεις ζωγραφίσει την εικόνα ενός εραστή της πόλης αυτής. Τι σε πληγώνει στην Αθήνα του ’19;

Γ.Ε.: Μεγαλώνω μέσα σε αυτήν την πόλη. Υπάρχουν πολλά στοιχεία της που δεν μου αρέσουν, αλλά έρχονται χέρι-χέρι με τα τόσα πράγματα που δεν μου αρέσουν στον εαυτό μου και στους ανθρώπους γύρω μου. Δεν είναι όμως αρκετά για να με κάνουν να θέλω να εγκαταλείψω την Αθήνα, όσο και να αγαπάω να επισκέπτομαι άλλες πόλεις και να λέω τι ωραία που θα ήταν να ζω εκεί. Ακριβώς επειδή είναι μία πόλη σακατεμένη και βασανισμένη, μπορεί να ανεχτεί και να κατανοήσει και τα δικά μου κουσούρια.

Στην Αθήνα μπορείς να είσαι γκρινιάρης και να μην είσαι αταίριαστος, γιατί κι αυτή είναι μία πόλη που γκρινιάζει απ’ το πρωί ως το βράδυ. Μπορείς να είσαι ξέγνοιαστος και να περπατάς όλη μέρα χωρίς να αισθάνεσαι ένοχος, γιατί κι η ίδια είναι μια τεμπέλα πόλη, η οποία σέρνεται. Είναι μία πόλη που μας καταλαβαίνει, με την ασχήμια και τη μιζέρια της, χωρίς να δείχνει να την πειράζει και πολύ. Δεν είναι ότι αγωνίζεται και ασθμαίνει για να γίνει όμορφη και ευρωπαϊκή. Τίποτα. Βαριέται, είναι γριά και είναι εντάξει με κάτι τέτοιο. Αυτό κάνει και το κομμάτι της φυγής να πονάει τόσο πολύ μερικές φορές.

Σκέφτομαι συχνά ότι δεν θα την άφηνα ποτέ αυτήν την πόλη. Κι αν αναγκαστώ; Αν δεν μπορώ να βρω δουλειά και δεν θέλω να με ζούνε οι γονείς και οι φίλοι μου; Τι θα κάνω τότε; Να το ερώτημα που θέτει και το έργο. Αναμετριέται με τα μέρη που θεωρούμε καταφύγιά μας και αναγκαζόμαστε να τα αφήσουμε πίσω.

58iAplMtv_4.jpg

Η Απλή Μετάβαση διαδραματίζεται σε ένα αεροδρόμιο, ημέρα Κυριακή –τόποι και χρόνοι άχρονοι και μεταβατικοί. Οι ήρωές σας, μεταξύ ποιών συνθηκών παραπαίουν;

Γ.Ε.: Γράφοντάς τους, ήθελα ανθρώπους που πήραν κακήν-κακώς όλη τους τη ζωή μέσα σε μία χειραποσκευή, μαζί με ό,τι πιο κοντινό είχαν σε ανθρώπινο δυναμικό και βρέθηκαν στο κατώφλι μίας καινούριας αρχής. Μαζί τους κουβαλάνε τα κόμπλεξ και τις ανασφάλειές τους, τις φοβίες τους, τα όνειρά τους και ό,τι τους έχει απελπίσει. Νομίζω καταφέραμε να δημιουργήσουμε μία μεταιχμιακή συνθήκη, με μεταιχμιακούς ανθρώπους σε μία μεταιχμιακή εποχή.

Μ.Θ.: Προσπάθησα να αποτυπώσω εκείνο που είχε στο μυαλό του ο Γεράσιμος, δημιουργώντας έναν θεατρικό κώδικα ο οποίος να αποδίδει αυτήν τη συνθήκη πιστά. Ήταν ένα κλειδί που βρίσκεται δύσκολα· μέχρι να ανοίξει η παράσταση στο κοινό, δεν μπορούμε να ξέρουμε αν τελικά έχει βρεθεί. Η δυσκολία έγκειται στο σημείο μηδέν: σαν να μην βρίσκεσαι σπίτι σου, αλλά ούτε και στον προορισμό σου. Βρίσκεσαι στο αμάξι και δεν έχεις βάλει καν πρώτη ταχύτητα.

Είναι τρομερά δελεαστικό να αποτυπώσεις θεατρικά, σκηνογραφικά και υποκριτικά το συγκεκριμένο σημείο. Και εδώ ήρθε να βοηθήσει με συγκλονιστικό τρόπο ο Θέμης Καραμουρατίδης, γιατί η μουσική δίνει πάντα την υπερβατικότητα. Παράλληλα, αυτό δεν θα μπορούσε να έχει γίνει χωρίς τα σκηνικά της Ιλένιας Δουλαδίρη. Χρωστάω επίσης ένα μεγάλο ευχαριστώ στην Αμάλια Μπένετ, η οποία έβαλε όλη της την τέχνη με απίστευτη γενναιοδωρία, διαβάζοντας το έργο με απόλυτα δικό της τρόπο.

58iAplMtv_5.jpg

Το έργο σας, περνάει κάποιο μανιφέστο;

Γ.Ε.: Ζητούμενό μας είναι ο καθένας να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα, φεύγοντας. Εγώ έχω πάντως στο μυαλό μου ένα πολύ συγκεκριμένο πράγμα που ήθελα να πω. Παρότι είμαστε ακριβώς πριν την πρεμιέρα, καταφέρνω να είμαι ήσυχος: ακόμα και να έρθει κάποιος να μου πει «τι είναι αυτή η βλακεία που είπατε;», μπορώ να απαντήσω ότι είναι αυτή ακριβώς η βλακεία που σκεφτόμαστε αυτήν την κρίσιμη στιγμή, για τους ανθρώπους της γενιάς μας.

Μ.Θ.: Ο στόχος είναι όντως να πάρει ο καθένας ό,τι θέλει κι εμείς έχουμε δώσει αρκετές πληροφορίες για να γίνει κάτι τέτοιο. Αισθάνομαι μάλιστα ότι είναι από τις ελάχιστες δουλειές στις οποίες δόθηκε τόση ελευθερία στον καθένα, ώστε να βάλει ένα τόσο προσωπικό του κομμάτι μέσα. Το θέατρο γίνεται σωστά όταν κάνει χώρο ο ένας στον άλλον· κι εμείς έχουμε δώσει τεράστιο χώρο ο ένας στον άλλον. Από τον Γεράσιμο, μέχρι τους ηθοποιούς κι από την κινησιολόγο μέχρι τη σκηνογράφο μας.

Η Απλή Μετάβαση ανεβαίνει στο Εθνικό Θέατρο, μία συνθήκη που συχνά αντιμετωπίζεται ως μπαμπούλας, καθώς φέρει μια πολύ στιβαρή μυθολογία. Πώς είναι να κάνεις μουσικό θέατρο για το Εθνικό;

Γ.Ε.: Είναι όμορφο που το Εθνικό ενθαρρύνει τη δημιουργία μέσα σε ένα είδος που ακόμα και στο ελεύθερο θέατρο το αντιμετωπίζουν κριτικά. Κι ενώ θεωρείται εμπορικό, δεν θα βρεις πολλούς παραγωγούς που θα σε εμπιστευτούν να κάνεις μιούζικαλ με σύγχρονο θέμα και νέους συντελεστές. Τώρα, αν μιλάμε για τη σοβαροφάνεια, αυτό θα ήταν καθαρά δικό μας πρόβλημα. Δεν ήρθε κανείς από το Εθνικό πάνω από το κεφάλι μας για να μας επιβάλλει κάτι, ήμασταν απολύτως ελεύθεροι. Και είναι τρομερά σημαντικό αυτό, γιατί έχεις να λογοδοτήσεις στον θεσμό, στην ιστορία, στο ρεπερτόριο, αλλά και σε ανθρώπους οι οποίοι θεωρούν ότι, αφού είναι δημόσιο –άρα φορολογούνται για τα έργα που ανεβαίνουν– θα έπρεπε να έχουν απόλυτη άποψη για το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Είχαμε απόλυτη εμπιστοσύνη και ελπίζω να μην τη διαψεύσουμε.

Μ.Θ.: Είναι αλήθεια πως την Απλή Μετάβαση δεν θα την έπαιρνε ένα θέατρο έξω, κάτι που με ενοχλεί. Κινούμαι στη δουλειά αυτή, πηγαίνω συνέχεια προτάσεις και αφουγκράζομαι την κατάσταση. Ξέρω τη δυσκολία που θα αντιμετωπίσεις στο ελεύθερο θέατρο: σου ζητάνε ένα έργο που να είναι brand από μόνο του, παρά κάτι πρωτότυπο. Προτιμούν να κάνεις μία ταινία ή κάτι αναγνωρίσιμο, γιατί θεωρούν ότι είναι πιο εύπεπτο.

Εγώ είμαι απόφοιτος της σχολής του Εθνικού, τα 2 πρώτα μου χρόνια δούλεψα εδώ και είμαι εξοικειωμένος με τον μηχανισμό του δημοσίου. Δεν θεωρώ ότι τίθεται θέμα περί σύνδεσής του με το μουσικό θέατρο. Και έχει υπάρξει στο παρελθόν και πρέπει να υπάρχει σύνδεση του και στο μέλλον, όπως και με κάθε είδος θεάτρου. Και πρέπει να υπάρχει σύνδεση κι έχει υπάρξει και θα υπάρχει.

58iAplMtv_6.jpg

Έχετε και οι δύο περάσει από δουλειές που θεωρούνται πιο «εμπορικές». Πώς βρίσκετε κώδικα επικοινωνίας με ό,τι κάνετε κάθε φορά;

Γ.Ε.: Την αισθητική μας την κουβαλάμε όπου κι αν πηγαίνουμε. Αν μπαίνεις κάπου καθαρός και δημιουργικός, θα φέρεις ακριβώς αυτό, σε όποια συνθήκη. Αν φέρεις ομίχλη, τότε θα αποδώσεις και ομίχλη. Δεν καταλαβαίνω τι είναι εμπορικό. Περισσότερα λεφτά έχω βγάλει στη ζωή μου από εκείνο που δεν θεωρείται εμπορικό. Επίσης, ακόμα και να κάνεις ορατόρια με δύο τσέμπαλα, θα θέλεις και πάλι να το δει ο κόσμος. Προσωπικά μπαίνω σε συνθήκες που κάνουν κλικ στον δικό μου αξιακό κώδικα.

M.Θ.: Σημασία έχει να μπορείς να εκφραστείς. Αν μένει εκεί όμως η ανάγκη, τότε φαντάζομαι πως θα γράφεις κάτι και αμέσως μετά θα το βάζεις σε ένα συρτάρι. Από τη στιγμή που διαλέγεις να επικοινωνήσεις την έκφρασή σου, θα θες να υπάρχει και ανταπόκριση. Εγώ, όπου και να δουλευω, βρίσκω πάντα έναν τρόπο να βάζω ένα κομμάτι δικό μου, που θα χρωματίζει και ό,τι κάνω.

Οι ρόλοι γράφτηκαν έχοντας τους συγκεκριμένους συντελεστές κατά νου;

Γ.Ε.: Ναι, κατά κύριο λόγο οι ρόλοι γράφτηκαν με κάποιον συγκεκριμένο στο μυαλό μας, αλλά όχι για να τους βολέψει. Ό,τι γράψαμε με τον Θέμη πάνω στα παιδιά, ήταν πράγματα που οραματιστήκαμε ότι μπορούσαν να κάνουν –και ίσως δεν είχαν σκεφτεί ούτε και οι ίδιοι ότι θα μπορούσαν. Είναι πολύ ενδιαφέρον να βλέπεις πώς βουτήξανε μέσα σε αυτό και πόσο διαθέσιμοι ήταν για να δουλέψουν.

Μ.Θ.: Η δουλειά που έχουν κάνει οι ηθοποιοί είναι απίστευτη· και αποτελεί από μόνη της λόγο για να δεις την παράσταση. Η μόνη ψηφίδα που μου λείπει, είναι ότι δεν είχαμε αρκετό χρόνο και αυτό συμβαίνει πάντα στο μουσικό θέατρο εδώ. Δεν μας δόθηκε δηλαδή ο χρόνος που χρειάζεται για να φτιαχτεί ένα πρωτότυπο ελληνικό μιούζικαλ από το μηδέν. Αισθάνομαι ότι για ένα τέτοιο εγχείρημα θα έπρεπε να έχει συμβεί τουλάχιστον ένα εξάμηνο workshop, ενώ εμείς κάναμε ό,τι κάναμε μέσα σε δύο μήνες. Έχουμε κάνει άθλο, ειδικά οι ηθοποιοί.

58iAplMtv_7.jpg

Ποια είναι αλήθεια τα ανάφορα της παράστασης;

Γ.Ε.: Οι δικές μου αναφορές ήταν ο τρόπος με τον οποίον έχει εξελιχθεί το μιούζικαλ στο εξωτερικό από τη δεκαετία του 1990 και μετά: ένα παντελώς άγνωστο πεδίο στην Ελλάδα. Ως γενιά που μας ενδιαφέρει αυτό το είδος, πρέπει να δείξουμε στους ανθρώπους ότι δεν σταματάει στις παραστάσεις που ανέβασε η Αλίκη Βουγιουκλάκη, αλλά έχει εξελίξει τη γλώσσα του. Αυτό σημαίνει ότι ήθελα να χρησιμοποιήσω καθημερινές ιστορίες, πράγματα που μας απασχολούν κοινωνικά, απλούς ανθρώπους, μουσικά ιδιώματα  αναγνωρίσιμα, αλλά και σύγχρονους τρόπους σκηνικής παρουσίας. Και όταν μπαίνει σε κάτι τέτοιο η παραδοσιακή μιουζικαλίστικη συνθήκη, να είναι πάντα ένα κλείσιμο του ματιού –ένα παιχνίδι που δημιουργείται με την ιστορία του είδους και με τον θεατή.

Χαρά και ησυχία μου μεγάλη υπήρξε ο Μίνως, ο οποίος –χωρίς να συζητηθεί ποτέ αυτό– ήξερε ακριβώς πού να τοποθετήσει το κάθε τι. Η πιο μεγάλη έκπληξη, όμως, στάθηκε ο Θέμης. Γιατί, χωρίς να γνωρίζει διεξοδικά τους κώδικες του μιούζικαλ, δούλεψε με εξυπνάδα, συντονισμένος με το τι συμβαίνει έξω. Έτσι, ερήμην του, απέδωσε κάτι τρομερά διεθνές και τρομερά ελληνικό την ίδια στιγμή. Όποιος ακούσει δηλαδή τη μουσική της Απλής Μετάβασης, δεν θα μπορεί να ξεχωρίσει εύκολα αν ακούει θεατρική μουσική ή σύγχρονη ποπ. Θα ακούσει πάντως κάτι τρομερά ενδιαφέρον.

Μ.Θ.: Μεγάλωσα με τα κλασικά μιούζικαλ μέχρι και πριν το 1990. Η δυσκολία λοιπόν, αλλά και ένα πολύ ευχάριστο παιχνίδι, ήταν να δημιουργώ εικόνες μέσα στο έργο, που να πατάνε πάνω σε αγαπημένα μας πράγματα ή που καταλάβαινα ότι μπορεί να φανταζόταν ο Γεράσιμος. Είναι περίεργο που όλο αυτό λαμβάνει χώρα στο σήμερα, σε ένα αεροδρόμιο της Ελλάδα. Και πολύ δελεαστικό πώς μπορείς να φτιάξεις αυτού του είδους τη μαγεία, με αυτές τις αναφορές, χωρίς να φλερτάρεις με το κιτς. Αισθάνομαι ότι έχει πετύχει. Παράλληλα, τα κινούμενα σχέδια της Disney έχουν παίξει καθοριστικό ρόλο στην αντιμετώπισή μου. Όπως βέβαια και άλλες παραστάσεις που με όρισαν και δεν έχουν να κάνουν με μιούζικαλ.

Γ.Ε.: Εμένα αφετηρία μου είναι πάντα να με συγκινεί κάτι την ώρα που το γράφω. Αυτό σημαίνει ότι σίγουρα πατάει σε πράγματα που έχω ακούσει και με έχουν συγκινήσει. Είναι σαν ένα ποτάμι με δύο όχθες, τη δημιουργία σου και τις αναφορές σου. Σε σημεία έχω σίγουρα πατήσει σε δηλωμένες αγάπες μου, όπως τον Στίβεν Σόντχαϊμ –αλλά έτσι κι αλλιώς έχω προσπαθήσει πολλές φορές να πατήσω επάνω του και σε τραγούδια μου. Ο Κριστόφ Ονορέ είναι ακόμα μία αναφορά. Το πώς πήρε αναφορές από το παλιό μιούζικαλ και τις έβαλε σε συνομήλικούς του. Κανένας από τους ήρωές μας δεν είναι ήρωας. Είναι όλοι παιδιά με ελαττώματα, συμπαθείς και αντιπαθείς την ίδια στιγμή, ευθυνόφοβοι και προβληματικοί. Γίνονται συμπαθητικοί, γιατί είναι ειλικρινείς. Όλοι τους έχουμε γνωρίσει και έχουμε ταυτιστεί μαζί τους. Η Απλή Μετάβαση δεν έχει καλούς και κακούς ήρωες, έχει αληθινούς ανθρώπους.

Ποιo ήταν το τελευταίο έργο που σας δόνησε;

Μ.Θ.: To Call Me By Your Name.

Γ.Ε.: To Favourite του Γιώργου Λάνθιμου. Η καλή αισθητική και το στυλ μπορεί να με συγκινήσουν αρκετά ώστε να κλάψω. Θέλω όμορφα πράγματα κι ας μην έχουν περιεχόμενο. Αν έχουν περιεχόμενο, όπως αυτό το υπέροχο σενάριο, ακόμα καλύτερα. Είμαι ένας δηλωμένος αισθητιστής.

58iAplMtv_8.jpg

Ποιες είναι οι ανασφάλειές σας, λίγο πριν ανέβει η Απλή Μετάβαση;

Μ.Θ.: Έχω ανασφάλεια αν τα έκανα όλα σωστά, χωρίς να πληγώσω κάποιον. Δεν έχω ανασφάλεια αν θ’ αρέσει: ο καθένας μας έχει δώσει ό,τι καλύτερο είχε κι έτσι είμαι συμφιλιωμένος με κάτι τέτοιο. Εκείνο που θέλω είναι να φτιάξαμε κάτι που να το χαίρονται όλοι οι συντελεστές. Ειδικά τώρα που βρίσκεται πια στα χέρια των ηθοποιών, θέλω να μπορούν να το διασκεδάζουν.

Γ.Ε.: Έχω ανασφάλεια μήπως, κατά τη διάρκεια της πρεμιέρας, συνειδητοποιήσω ότι δεν καταλαβαίνει ο κόσμος ό,τι θέλουμε να πούμε κι έχουμε στο κεφάλι μας μια διαστρεβλωμένη πραγματικότητα. Αυτό πάντα με αγχώνει.

Μ.Θ.: O Γεράσιμος δεν έχει να ανησυχεί για τίποτα. Γιατί έχουμε βρει τον τρόπο να πούμε αυτό που ήθελε ο ίδιος να κοινωνήσει. Για να παραθέσω τα λόγια της Κοκό Σανέλ: «Πριν φύγεις από το σπίτι σου, κοιτάξου στον καθρέφτη και βγάλε ένα αξεσουάρ». Το μυστικό βρίσκεται στην αφαίρεση, όχι στην πρόσθεση. Είναι όλα σωστά; Τώρα πρέπει να είναι και απλά.

Πόσο απλή υπήρξε τελικά αυτή η μετάβαση;

Μ.Θ.: Για εμένα καθόλου. Ήταν η πιο δύσκολη που έχει συμβεί, μα και η πιο καθοριστική. Με έχει αλλάξει σε μοριακό επίπεδο, σαν επαγγελματία, αλλά και σαν άνθρωπο. Αισθάνομαι πάρα πολύ περήφανος, χωρίς αγωνία για την πρεμιέρα. Η παράσταση η ίδια μας έχει δείξει τελικά πώς θα είναι κι έχει πάρει το καλύτερό μας, από τον καθένα μας. Η μαγεία της βρίσκεται στο ότι πλέον μας οδηγεί εκεί.

Γ.Ε.: Για εμένα ήταν πιο απλή απ’ όσο φανταζόμουν και φοβόμουν. Μου έδωσε να καταλάβω πόσο σημαντικό είναι να δουλεύεις με ανθρώπους τους οποίους θαυμάζεις και εμπιστεύεσαι. Να μπορείς να μιλήσεις και να μην καταπιέζεις πράγματα. Πριν δω το τελικό αποτέλεσμα, μπορώ να πω αυτό: είναι από τις ελάχιστες φορές που ανυπομονώ να βρεθώ στην πρεμιέρα μιας παράστασης. Μεθυσμένος.

 

 

πηγή: avopolis.gr