Τα τελευταία χρόνια ολοένα και περισσότεροι σκηνοθέτες στη χώρα μας καταφεύγουν στο θεατρικό φορμαλισμό. Ο συστηματοποιημένος και με δεδομένη κατεύθυνση συμβολισμός στο σανίδι συστήθηκε στις αρχές του περασμένου αιώνα από σκηνοθέτες, αρχικά, καθώς αποτελεί ένα εξαιρετικό όπλο στη σκηνοθετική φαρέτρα. Σημαντικοί εισηγητές του θεατρικού φορμαλισμού, όπως ο Μέγιερχολντ και ο Μαγιακόφσκι, αντιτάχθηκαν στον θεατρικό ρεαλισμό του Στανισλάβσκι δημιουργώντας ένα θέατρο κοινωνικά και πολιτικά αφυπνισμένο. Στα ίδια βήματα πάτησε αργότερα και ο Μπρεχτ με το επικό θέατρο, ακολουθώντας το δρόμο που είχε ήδη χαράξει ο Ί. Πισκάτορ, ερχόμενος σε επικοινωνία τόσο με το αρχαίο δράμα, όσο και το θέατρο της Ανατολής (λ.χ. θέατρο Νο, Καμπούκι, Όπερα του Πεκίνου).
Οι καταβολές άλλωστε του «Θεάτρου Σύμβασης», σύμφωνα με τον Μέγιερχολντ, πρέπει να αναζητηθούν στην αρχαιότητα ακόμα, καθώς το θέατρο, κατά τον αριστοτελικό κανόνα, αποτελεί «μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας». Όπως γράφει ο Μέγιερχολντ, το αρχαίο δράμα αποτελεί το πρότυπο του θεάτρου σύμβασης, το οποίο αποκρυσταλλώνει «…την ανάγλυφη πλαστικότητα, σταθεροποιεί στη μνήμη του θεατή ορισμένες στάσεις των προσώπων για να ακουστούν πίσω από τα λόγια οι μοιραίες νότες της τραγωδίας»*. Το ζητούμενο αυτό αποτυπώνεται ήδη από τα κείμενα του αρχαίου δραματολογίου, αλλά και σε κείμενα κατοπινών εποχών, όπως το ελισαβετιανό θέατρο, η commedia dell’ arte, αλλά και ο πιο πρόσφατος ντανταϊσμός και εξπρεσιονισμός.
Ο θεατρικός συμβολισμός σήμερα αποτελεί μία σκηνοθετική επιλογή, η οποία συχνά «παντρεύει» το φορμαλισμό με κείμενα που προορίζονται για εντελώς διαφορετική σκηνική παρουσίαση. Ενδεικτικό και εξαιρετικό εύγλωττο παράδειγμα αποτελεί η «Νόρα» που σκηνοθέτησε φέτος ο Θεόδωρος Τερζόπουλος, φέρνοντας σε επικοινωνία τη φορμαλιστική προσέγγισή του με ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά κείμενα του θεατρικού ρεαλισμού. Εξαιρετικά ευτυχές ήταν και το συναπάντημα της, φορμαλιστικής διάθεσης, σκηνοθεσίας της Κατερίνας Ευαγγελάτου με την σαιξπηρική «Κωμωδία των παρεξηγήσεων», η οποία οδήγησε το κείμενο πίσω στις συγγραφικές καταβολές του.
Δυστυχώς, ατυχής υπήρξε η επιλογή της φόρμας τόσο για τον Χάρη Φραγκούλη και τον ελισαβετιανό «Οθέλλο» του, όσο και για τον Δημήτρη Καραντζά και τους ιψενικούς «Βρυκόλακες». Στην πρώτη περίπτωση, ο φορμαλισμός δεν οδήγησε σε καθαρά καλλιτεχνικά συμπεράσματα και σκέψεις, αφού μπερδεύτηκε με άπειρες άλλες προσεγγίσεις. Στην δεύτερη περίπτωση, ο σκηνοθέτης προσκολλήθηκε σε μια προσέγγιση που αποστράγγισε και στέγνωσε το κείμενο από κάθε χυμό, χάριν της θεατρικής φόρμας.
Με απορία αντιμετώπισα την πρώτη φεστιβαλική παρουσία των ιδιαίτερα ταλαντούχων, νέων και ευφάνταστων C. for Circus. Η τελευταία τους παράσταση («Το δαχτυλίδι της μάνας») είχε υπάρξει υποδειγματική ενώνοντας την παράδοση με τον συμβολισμό, και το συναίσθημα με το παραστασιακό πλαίσιο. Οι «Μεταμορφώσεις» του Οβίδιου που παρουσίασαν στο φετινό Φεστιβάλ Αθηνών 2019 δείχνει προσήλωση σε επαναλαμβανόμενα, αρχετυπικά μοτίβα έχοντας όμως παραμερίσει τους χυμούς της ζωής. Με αφορμή αυτή την τόσο ελπιδοφόρα θεατρική ομάδα, προβληματίστηκα αναφορικά με το ρόλο του φορμαλισμού και την κατανόηση του θεατρικού συμβολισμού, καθώς και την εκτεταμένη πλέον χρήση τους στις θεατρικές σκηνές της χώρας μας.
Το φορμαλιστικό θέατρο έχει επανέλθει, όχι μόνον στην Ελλάδα, αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη, ιδωμένο μέσα από την οπτική νέων σκηνοθετών. Μοιάζει όμως με επιδημία που προσβάλλει ολοένα και περισσότερους θεατρικούς καλλιτέχνες, οι οποίοι υποκύπτουν, άκριτα συχνά, στη γοητεία του. Μήπως τελικά το θέατρο πρέπει να ξαναθυμηθεί πώς να αφηγείται ιστορίες; Μήπως ήρθε η ώρα να ολοκληρωθεί η τάση που οδηγεί στην εκτεταμένη χρήση του φορμαλιστικού θεάτρου; Και μήπως οι νεωτερισμοί πρέπει να χρησιμοποιούνται όταν όντως έχουν κάτι να πουν; Γιατί όταν το θέατρο χρησιμοποιεί μια «γλώσσα» χάριν εντυπωσιασμού, καταλήγει να χάσει την επαφή του με τον κόσμο.
*Β.Ε. Μέγιερχολντ, «Κείμενα για το θέατρο», Αθήνα: εκδ. Ιθάκη, 1982.
πηγή: tospirto.net