Στην πολυώροφη Πινακοθήκη Γκίκα (του Μουσείου Μπενάκη), στην Κριεζιώτου 3, στο κέντρο της Αθήνας, φιλοξενείται κάτι πολύ σημαντικό. Δεν αναφέρομαι μόνο στο θαυμάσιας αισθητικής σπίτι και στο εργαστήριο του Νίκου Χατζηκυριάκου – Γκίκα που βρίσκονται στα τελευταία πατώματα, αλλά και στην ιστορία της νεότερης ελληνικής δημιουργίας, από την Μικρασιατική καταστροφή έως τις παραμονές της δικτατορίας του 1967, που παρουσιάζεται σε όλους τους υπόλοιπους ορόφους.

Είχα πρωτοπάει το 2012 που είχε εγκαινιαστεί το μουσείο, τα εκθέματα όμως είναι τόσο πολλά που ήθελα να επιστρέψω για να τα δω πιο προσεκτικά. Το έκανα τις προάλλες για να επιβεβαιώσω, αρχίζοντας από τα θετικά, πως πράγματι τα εκθέματα είναι εντυπωσιακά πολλά! Και πως στο μουσείο αυτό που βρίσκεται ακόμα και το περίστροφο με το οποίο αυτοκτόνησε ο Κώστας Καρυωτάκης, ή τα Νομπέλ του Οδυσσέα Ελύτη και του Γιώργου Σεφέρη και το Βραβείο Λένιν του Γιάννη Ρίτσου, πρέπει να το επισκεφθούν όλοι οι Έλληνες. Γιατί θα μάθουν πολλά πράγματα, πράγματα ουσιαστικά, που θα τους κάνουν να νιώσουν υπερήφανοι για την καταγωγή τους.
Πίνακες ζωγραφικής, γλυπτά, χειρόγραφα, φωτογραφίες, σπάνιες εκδόσεις, προσωπικά αντικείμενα σημαντικών προσωπικοτήτων των γραμμάτων, των τεχνών και των επιστημών, αλληλογραφίες καλλιτεχνών και πνευματικών ανθρώπων… Όλα αυτά προσκαλούν τον επισκέπτη σε ένα ταξίδι στον κόσμο των ιδεών του 20ου αιώνα αλλά και στην ελληνικότητα.
Είναι ανεκτίμητη η συλλογή που φιλοξενείται, όμως: Είναι όλα το εκθέματα τόσο στριμωγμένα, τόσο κακά παρουσιασμένα, μέσα σε παλιομοδίτικες βιτρίνες, τόσο άσχημα φωτισμένα, που δεν μπορείς να τα ευχαριστηθείς. Μια τέτοια έκθεση ήθελε περισσότερο χώρο και σίγουρα άλλο τρόπο παρουσίασης. Και είναι πραγματικά κρίμα που έτσι όπως παρουσιάζονται οι κορυφαίες προσωπικότητες του πνεύματος και της επιστήμης που γέννησε η Ελλάδα δεν μπορούν να «μιλήσουν» και στο ξένο επισκέπτη.

Με ένα πιο σύγχρονο στήσιμο η μοναδική αυτή συλλογή θα μπορούσε να απευθυνθεί και στους τουρίστες μας. Αυτή τη στιγμή αφορά μόνο όσους γνωρίζουμε ποιος ήταν ο Σπαθάρης, ποιος ο Βαμβακάρης, ποια η Σωτηρίου, ποιος ο Μπαστιάς, ποιοι ο Βασιλείου, ο Μόραλης και ο Τσαρούχης…
Στα αρνητικά και το αρκετά τσουχτερό εισιτήριο, καθώς η γενική είσοδος στοιχίζει 9 ευρώ, ενώ αν θέλεις να δεις και τη (θαυμάσια) περιοδική έκθεση φωτογραφίας του Alexander Lamont Henderson που φιλοξενείται στο ισόγειο πρέπει να πληρώσεις επιπλέον 7 ευρώ -η αλήθεια είναι πως από κάπου πρέπει να συγκεντρώσει πόρους και το Μπενάκη! Στα θετικά το ευγενέστατο προσωπικό. Όμως, δεν κρύβω πως έφυγα με ένα «κρίμα» στο στόμα μου. Κρίμα που δεν τοποθετήθηκαν τα εκατοντάδες εκθέματα με πιο ευφάνταστο τρόπο. Κρίμα που, πρωί Σαββάτου, στους πέντε ορόφους του μουσείου ήμασταν, δύο μόνο επισκέπτες.

Νίκος Πρίντεζης

πηγή: tospirto.net