O πατέρας μου ήταν οδοντίατρος και η μητέρα μου, απλώς, σύζυγος του πατέρα μου. Το Κιάτο τότε είχε όλα τα χαρακτηριστικά της κωμόπολης, με χωματόδρομους και αλάνες για να παίζουν τα παιδιά. Σήμερα έχω την αίσθηση πως τα παιδιά πάνε κατευθείαν στην εφηβεία, στερούνται όμορφων εμπειριών. Είχα μια αδερφή κι έναν αδερφό μεγαλύτερους από μένα. Έφυγαν σιγά-σιγά, ένας-ένας, κάτι που είναι φυσικό μες στον κύκλο της ζωής. Μεγάλωσα σε μια κοινωνία όπου δεν υπήρχαν διακρίσεις ταξικές. Έχω μόνο καλά πράγματα να θυμάμαι και γι’ αυτό δεν θέλω να περηφανεύομαι. Σέβομαι τα άλλα παιδιά που μεγάλωσαν άσχημα.

Σπίτι μου είχαμε πιάνο. Έπαιζε η αδερφή μου κι εγώ, ό,τι άκουγα, το αφομοίωνα και έπαιζα με το αυτί. Δεν το είχα συνειδητοποιήσει το χάρισμα αυτό, οι άλλοι κατάλαβαν την κλίση μου προς τη μουσική. Δεν είναι και πολύ καλό αυτό, γιατί μπορεί να νομίζεις ότι ξέρεις πολλά, αλλά στην ουσία να ξέρεις ελάχιστα. Είναι σαν το σχολείο όπου «πηδάς» τάξεις, χωρίς να έχεις ωριμάσει στη γνώση. Η μεγάλη μου αγάπη ήταν το πιάνο! Πήγα στο Ελληνικό Ωδείο στην Κόρινθο, αγόραζα συνέχεια παρτιτούρες κι έπαιζα μετά μανίας κονσέρτα ολόκληρα του Τσαϊκόφσκι. Κόντεψα να πάθω αγκύλωση σε νεαρή ηλικία, αφού έπαιζα δύσκολα πράγματα και τα χέρια μου δεν είχαν ωριμάσει, δεν ήμουν δηλαδή παιδί-θαύμα, σαν τον Σγούρο, που έπαιζε καταπληκτικά από 5 ετών. Σύντομα είπα να περιοριστώ σε αυτά που μπορώ να κάνω κι έτσι στράφηκα στο τραγούδι.   Υπάρχουν άνθρωποι που ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν με τραγούδια μου. Το μόνο που έχει αξία για μένα είναι ν’ ακούω κόσμο να σφυρίζει μελωδίες μου και να ψιθυρίζει τους στίχους. Άσχετο με το αν εγώ μπορεί να προτιμώ κάποια τραγούδια μου που δεν πέρασαν στον πολύ κόσμο. Στηρίζομαι πολύ στην αποδοχή του κοινού.

Για να πείσω τον πατέρα μου ότι μπορώ και μόνος μου να σταθώ στα πόδια μου έπιασα δουλειά ως πιανίστας στη σχολή χορού της Ηρώς Σισμάνη. Σπουδαία σχολή! Έπαιζα μεταγραμμένα κομμάτια για πιάνο που δεν ήταν πιανιστικά, άρα κάπως ακατάλληλα. Μου άρεσε να παίζω συνέχεια, έξι ώρες την ημέρα, αλλά εκεί έπαθα την πρώτη ζημιά με τα χέρια μου. Τελείωσα το στρατιωτικό κι επιδόθηκα στην εκμάθηση ξένων γλωσσών, κάτι που μου αρέσει μέχρι σήμερα. Ο πατέρας μου, που δεν μου χάλαγε χατίρι, επειδή είχε στενοχωρηθεί και με τα χέρια μου, μου είπε: «Για έναν χρόνο μπορείς να πας Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία ή Γερμανία. Πήγαινε, ξαναέλα και βλέπουμε τι κάνουμε». Υπήρχε μια οικονομική άνεση, οδοντίατρος ο πατέρας γαρ, πλήρωνε το ταξίδι, αλλά από κει και πέρα δεν ήθελα εγώ με τίποτα να του ξαναπάρω χρήματα. Θα έκανα τα πάντα για να επιβιώσω μόνο με το πιάνο μου. Οι άλλες χώρες δεν μου άρεσαν, ούτε με ενδιέφεραν μουσικά. Ήμουν 20 ετών περίπου κι όταν έφτασα στο Παρίσι, είπα «εδώ είναι η πόλη μου και τώρα την αράζω!».   Το λάθος μου ήταν ότι έκανα πολλά σκόρπια πράγματα κι ίσως αυτό να οφείλεται στο ότι εύκολα μου βγαίνει η μελωδία…

Άρχισα να περνάω από οντισιόν, ξέροντας πως το γαλλικό chanson της εποχής ήταν αυτό που με άγγιζε. Εντάχθηκα στην παρέα των καλλιτεχνών της Αριστερής Όχθης του Σηκουάνα, μουσικών, ποιητών, σκηνοθετών, ζωγράφων. Έγινα φίλος με τον Σερζ Ρετζιανί, έναν εξαιρετικό ηθοποιό και τραγουδιστή, αν και δεν ξέρω πόσο νόημα έχει να παραθέτω ονόματα άγνωστα στη χώρα μας. Με τον Κώστα Γαβρά επίσης. Σχεδόν αμέσως έγινα ακομπανιαντέρ για πολλούς διάσημους Γάλλους τραγουδιστές σε τραγούδια με στίχους ποιητών και με μουσικές του Λεό Φερέ και άλλων σπουδαίων συνθετών – κι αυτοί δεν είναι γνωστοί εδώ. Εκεί κατάλαβα ότι κι εγώ μπορώ να μελοποιήσω. Ο πρώτος που συνόδευσα ήταν ο Σερζ Γκενσμπούργκ, γιατί τότε στην Αριστερή Όχθη τα μοναδικά σχήματα ήταν πιάνο – φωνή ή κιθάρα – φωνή, δεν υπήρχαν άλλα όργανα. Ο Γκενσμπούργκ είχε τη δυσκολία του, γιατί έγραφε μουσικές με τζαζ στοιχεία. Ήταν πότης κι όταν έπινε γινόταν θαύμα! Είχε την προσωπική του σφραγίδα στα τραγούδια του. Η Μπαρμπαρά ήταν πολύ φίλη μου επίσης, τραγουδούσε στη διπλανή μπουάτ και κάναμε παρέα. Όλοι στην Μπριζίτ Μπαρντό αναφέρονται, αλλά υπήρξε κι η Ζιλιέτ Γκρεκό που ηχογράφησε 18 δικά μου τραγούδια. Εγώ μ’ αυτό αισθάνθηκα πλήρης, που με τραγούδησε αυτή η θεία ερμηνεύτρια! Φαντάσου πόσο απρόσιτο θα φαινόταν σ’ ένα παιδί απ’ το Κιάτο να συνεργάζεται με τη μούσα των υπαρξιστών! Οι άνθρωποι αυτοί με καλοδέχτηκαν, με υιοθέτησαν και συνηθίζαμε να γυρνάμε από στέκι σε στέκι.

Έχει γούστο η γνωριμία με τη Ζιλιέτ Γκρεκό: της τηλεφωνούσα επί δύο χρόνια, αλλά ο πιανίστας της δεν μου την έδινε στο τηλέφωνο. Εν τω μεταξύ, εγώ είχα κάνει μια μικρή διαδρομή και με εκτιμούσαν ως συνθέτη τραγουδιών στα γαλλικά. Μια μέρα, όλως τυχαίως, σήκωσε η ίδια το τηλέφωνο. «Γεια σας, είμαι ο Γιανί Σπανός», δεν το ήθελα το «Ζαν», είχα κρατήσει το ελληνικό όνομα, αν και, όπως όλες οι γαλλικές λέξεις, τονιζόταν στη λήγουσα (γέλια). Είχε ακούσει, λοιπόν, για μένα και αμέσως μου έκλεισε ραντεβού. Mπαίνω σε ένα σπίτι απ’ αυτά τα υπέροχα γαλλικά. Τότε κάπνιζα, σαν κι εσένα, καλή ώρα. Είχα και το γαλλικό, είχα και το ελληνικό το επαρχιώτικο κι εκεί που την περίμενα να έρθει ήταν ένα σαλόνι με ένα μεγάλο τραπέζι που πάνω είχε όλο κρύσταλλα. Δεν ήξερα τι απ’ όλα ήταν τασάκι για να πετάξω τη στάχτη μου, είχα μπλέξει με ένα σωρό βαριά πολυτελή αντικείμενα εκεί πέρα. Δεν θα ξεχάσω τη ζεστασιά της Γκρεκό, με αγκάλιασε, με φίλησε και όχι μόνο αυτό, αλλά μετά απέλυσε τον πιανίστα της, τον έδιωξε, επειδή εξαιτίας του καθυστέρησε δυο χρόνια η γνωριμία μας! Να φανταστείς ότι σ’ εκείνο το τραπέζι καθόμουν αργότερα με τον Μισέλ Πικολί, που τα είχαν με τη Ζιλιέτ Γκρεκό, και παραδίπλα με τη Φρανσουάζ Σαγκάν. Η Γκρεκό πήρε τα τραγούδια μου, τα μελέτησε, αλλά δεν μπήκα στο στούντιο μαζί της. Εκεί υπήρχε άλλο σύστημα, έπαιρναν οι ερμηνευτές τα κομμάτια και είχαν το δικό τους επιτελείο για να τα ενορχηστρώσουν και να τα εκτελέσουν. Δεν ήμουν σαν τον Μίκη που είχε μπει στο στούντιο με την Εντίθ Πιάφ, αυτό ήταν μια λαμπρή εξαίρεση. Για την Μπαρντό, θυμάμαι ότι είχαμε έναν κοινό κολλητό, που ήταν στιχουργός, κι αυτός της πήγε τραγούδια μου. Εντάξει, ήταν το απόλυτο sex symbol η Μπριζίτ Μπαρντό τότε, δεν την πλησίαζες εύκολα. Ποτέ δεν τη συνάντησα, αν και τα τραγούδια μου με τη φωνή της υπάρχουν έως και στο YouTube. Θέλω να πω ότι στον Έλληνα η διάνοια είναι στο μυαλό, όχι στον τρόπο ζωής. Στη Γαλλία οι διανοούμενοι μιλάνε με όλο τον κόσμο, ενώ οι Έλληνες διανοούμενοι απευθύνονται μόνο σ’ αυτούς που μπορούν να τους καταλάβουν. Στη Γαλλία απέκτησα άδεια εργασίας ως ακομπανιαντέρ και συνθέτης, δηλαδή χρειαζόταν αποδεικτικό ότι είσαι απαραίτητος στη γαλλική κουλτούρα. Πηγαινοερχόμουν Ελλάδα μέχρι το 1975, που επέστρεψα οριστικά και με κέρδισε το ελληνικό κοινό. Μέχρι τότε η μουσική μου δεν είχε ελληνικά στοιχεία, είχα μπει εντελώς μέσα στην αισθητική του γαλλικού chanson. Την κουβαλούσα κι εδώ αυτή την αισθητική, στα πρώτα μου ελληνικά τραγούδια, με τα οποία εμφανίστηκα «παρθένος» από μουσικής άποψης, αν και Λέων στο ζώδιο (γέλια). Ήταν εποχές που σάρωναν ο Θεοδωράκης, ο Χατζιδάκις και ο Ξαρχάκος με τα μεγάλα τραγούδια τους.   Δεν μου αρέσει καθόλου αυτή η νεοελληνική μιζέρια μες στην κρίση, του στυλ «να φύγω, να μεταναστεύσω». Τα χωράφια μας είναι άδεια, ποιος θα τα δουλέψει;

Το 1960-61 γνώρισα τον Πατσιφά. Ήμουν ήδη 2-3 χρόνια στο Παρίσι και δεν είχα έρθει καθόλου Ελλάδα μέχρι να ορθοποδήσω. Ήρθε όμως και με βρήκε για μια συνέντευξη στο σπίτι μου ο Γιώργος Παπαστεφάνου, που εργαζόταν ως δημοσιογράφος. Ο Γιώργος μου είπε εκεί να μου γνωρίσει έναν πολύ σπουδαίο άνθρωπο στην Αθήνα. Ακόμη δεν την είχε τη Lyra ο Πατσιφάς, αλλά είχε μεγάλη σχέση με τον Ίκαρο και τον κύκλο των ποιητών. Του έπαιξα δυο μελωδίες στο πιάνο. Του άρεσαν και μου λέει: «Φύγε ξανά Γαλλία και το επόμενο καλοκαίρι έλα να με βρεις, γιατί έχω σκοπό να ξεκινήσω μια καινούργια εταιρεία». Έτσι βγήκαν τα δύο πρώτα μου τραγούδια σε δισκάκι 45 στροφών με την Καίτη Χωματά, το «Μικρό ταξίδι στον γιαλό», που είχε στην άλλη πλευρά το «Μια αγάπη για το καλοκαίρι». Έτσι ξεκινήσαμε τη Lyra μαζί με τον Αλέκο Πατσιφά. Στίχους έβαλε ο Παπαστεφάνου, που τότε ήθελε να υπογράφει ως «Στεφάνου». «Καλά», του έλεγα, «κι εμένα δεν με λένε Παπασπανό για να κρατήσω το Σπανός, εσύ γιατί αφαίρεσες τον… παπά;» (γέλια). Δεν είχαμε εμπορικούς σκοπούς τότε, ούτε ξέραμε πού θα μας βγάλει όλο αυτό. Ήμασταν ακόμη ο Νότης Μαυρουδής, η Αρλέτα, που την είχε ανακαλύψει επίσης ο Γιώργος, η Χωματά, ο Χουλιαράς, ο Γιώργος Ρωμανός, που ήταν του Χατζιδάκι τραγουδιστής, κ.ά. Όντας επηρεασμένος εγώ από τη γαλλική κουλτούρα και τη nouvelle vague, πρότεινα του Πατσιφά, μια και φτιαχνόταν κάτι καινούργιο στην ελληνική μουσική, να το βαφτίσουμε «Νέο Κύμα». Το ήθελε κι αυτός, που το έβλεπε ως κίνημα. Έτσι παρέμεινε το όνομα και πολλοί διεκδικούν τώρα την πατρότητά του, αλλά τα ‘χω πει χιλιάδες φορές.

 

Φεύγοντας ο Χατζιδάκις στην Αμερική το ’66 είχε αφήσει στον Λαμπρόπουλο στην Columbia μπομπίνες με μουσικές του για να γίνουν τραγούδια απ’ τον Γκάτσο και να ενορχηστρωθούν. Ο Δήμος Μούτσης έφτιαξε έτσι την «Επιστροφή» το ’70 με τον Μπιθικώτση, τη Γαλάνη και τη Βουγιουκλάκη μέσα. Μετά κάλεσε εμένα ο Λαμπρόπουλος να ενορχηστρώσω τα υπόλοιπα θέματα που είχαν μείνει. Είχα τηλεφωνική επικοινωνία με τον Χατζιδάκι, ο Γκάτσος έβαλε στίχους και τραγούδησαν η Γαλάνη κι ο Μητσιάς. Έτσι βγήκε το «Της γης το χρυσάφι» το ’72. Από τότε θεωρώ ότι επηρεάστηκα ως πιανίστας από τον Χατζιδάκι. Μου άρεσε πάρα πολύ το πιανιστικό στυλ του, αν κι έχουμε διαφορετικούς δακτυλισμούς. Τον είχα ως πρότυπο και μου ήταν εύκολο να τον «πλησιάσω».   Διήνυσα πολλές εποχές ως συνθέτης και κάθε φορά θέλω να κάνω και κάτι άλλο. Δεν αναπολώ το παρελθόν, γιατί ταλαιπωρήθηκα. Κι ας έχω κάνει λάθη, ήθελα το μυαλό μου ελεύθερο.

Η δικτατορία σταμάτησε τα πάντα, η Lyra υπολειτουργούσε. Θυμάμαι ότι τη βραδιά με τα τανκς παίζαμε στα Ταβάνια με Πάριο και Πουλόπουλο, μια σπουδαία μπουάτ, και τελικά ακυρώθηκε η παράσταση. Το συμβόλαιό μου με τη Lyra έληγε το ’69 κι εκεί με ζήτησε ο Λαμπρόπουλος. Μου έδωσε το δικαίωμα να πάρω όποιον τραγουδιστή ήθελα! Έχοντας ξεκινήσει την καριέρα τους δίπλα μου πολλοί σπουδαίοι τραγουδιστές, σαν τον Πουλόπουλο, που εγώ τον έβγαλα και μετά τον πήρε ο Πλέσσας κι έγινε σταρ, μπορούσα πλέον να δουλέψω με Μπιθικώτση, Κόκοτα, Μοσχολιού! Άλλο «θέμα» για μένα, τεράστιο! Σημειωτέον, ποτέ δεν άκουγα τα προηγούμενα τραγούδια μου, δεν ήθελα να βαυκαλίζομαι. Αντίθετα, το έβαζα στα πόδια. Γι’ αυτό και μετά τα δικά μου συνήθιζα να πηγαίνω στα υπόγεια κουτούκια και ν’ ακούω τη Γιώτα Γιάννα και τη Φωτεινή Μαυράκη, τους αυθεντικούς αντεργκράουντ καλλιτέχνες. Όλοι αυτοί με ενδιέφεραν, είχαν πράγματα ενδιαφέροντα να πουν μες στο σκοτάδι τους και τελικά από αντεργκράουντ ήταν οι πιο… υπεργκράουντ (γέλια). Παράλληλα, έγραφα μουσική για τον κινηματογράφο. Συνεργάστηκα με τον Ασημακόπουλο, που μου ζητούσε 12 τραγούδια για κάθε ταινία του και πάνω σ’ αυτά έχτιζε το σενάριο. Στο «Νυφοπάζαρο» τραγούδησαν η Μαρίζα Κωχ και η Ελένη Ανουσάκη, στις «Όμορφες Μέρες» ο Δάκης και άλλοι.

Αμέσως μετά την Columbia με ζήτησε ο Μάτσας στη ΜΙΝΟS. Εκεί είχα τα άλλα ιερά τέρατα, τον Πάριο και την Αλεξίου, αλλά ζήτησα να ‘χω ένα παράθυρο ανοιχτό και για τη Lyra. Έτσι βγήκε στη Lyra το ’75 η «Τρίτη Ανθολογία», ενώ ανήκα στη ΜΙΝΟS. Δεν την ονόμασα «Ανθολογία Γ’», από το Α’ και Β’ που είχαν κυκλοφορήσει την προηγούμενη δεκαετία, αλλά Τρίτη, δηλώνοντας πως κλείνει ένας κύκλος έτσι τριών δίσκων με μελοποιημένη ποίηση. Σαφώς και είχα επηρεαστεί από την ενασχόλησή μου με τους Γάλλους ποιητές τα προηγούμενα χρόνια. Δεν υποτιμώ καθόλου, όμως, τους Έλληνες στιχουργούς. Έχει δίκιο ο Λευτέρης Παπαδόπουλος όταν προσδιορίζεται ως ποιητής! Μπορεί ένα στιχούργημα να έχει ίδια αξία με ένα ποίημα. Ο Γκάτσος έγραφε τραγούδια-ποιήματα. Η «Μαρκίζα» του Μάνου Ελευθερίου δεν είναι ένα πολύ ωραίο ποίημα; Η «Τρίτη Ανθολογία» έκανε κάνα-δυο χρόνια να «περπατήσει», όχι λόγω πολιτικού τραγουδιού της εποχής αλλά γιατί δεν ήταν κάτι αναμενόμενο εκ μέρους μου. Δεν περιείχε ελαφρές μελωδίες, μάλλον εγώ ήμουν πιο ώριμος συνθετικά πια. Άντλησα όλο το υλικό από ποιητικές ανθολογίες, ό,τι διάβαζα και μου ταίριαζε το μελοποιούσα μονομιάς – Καββαδίας, Λεοντάρης, Σαχτούρης και για πρώτη φορά μελοποίηση στον Σκαρίμπα. Αν δεν με συγκινούσαν τα ποιήματα, δεν θα ασχολιόμουν. Δε με ενδιέφερε να λέω ότι κάνω μελοποιημένη ποίηση, ανέκαθεν ήθελα το ποίημα και η μουσική να έρχονται 50-50 ή 40-60!   Εξακολουθώ να λατρεύω το Παρίσι και μια φορά που πήγα στη Νέα Υόρκη κόντεψα να πάθω αυχενικό, γιατί συνέχεια κοίταζα ψηλά τα κτίρια…

Διήνυσα πολλές εποχές ως συνθέτης και κάθε φορά θέλω να κάνω και κάτι άλλο. Δεν αναπολώ το παρελθόν, γιατί ταλαιπωρήθηκα. Κι ας έχω κάνει λάθη, ήθελα το μυαλό μου ελεύθερο. Το λάθος μου ήταν ότι έκανα πολλά σκόρπια πράγματα κι ίσως αυτό να οφείλεται στο ότι εύκολα μου βγαίνει η μελωδία. Έτσι βγήκε πριν από μερικά χρόνια ένας σπουδαίος τραγουδοποιός που εκτιμώ πολύ και δήλωσε ότι «η μουσική προχωράει μαζί με τις ορχήστρες, δεν θα μείνουμε στη μελωδία του Γιάννη Σπανού». Βέβαια, δεν ήμουν εκεί να του απαντήσω πως αν μια μελωδία δεν σφυρίζεται, δεν είναι καλή μελωδία. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποιον δίσκο μου, αλίμονό μου! Τον κόσμο περιμένω να μου επιστρέψει το τραγούδι μου. Υπάρχουν άνθρωποι που ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν με τραγούδια μου. Το μόνο που έχει αξία για μένα είναι ν’ ακούω κόσμο να σφυρίζει μελωδίες μου και να ψιθυρίζει τους στίχους. Άσχετο με το αν εγώ μπορεί να προτιμώ κάποια τραγούδια μου που δεν πέρασαν στον πολύ κόσμο. Στηρίζομαι πολύ στην αποδοχή του κοινού.   3.10.2017 Βασίλης Παπακωνσταντίνου: «Είμαι τόσο μοναχικός που θα τρόμαζες…»

Με το ροκ δεν ασχολήθηκα ποτέ, αν και θα μπορούσα. Ίσως ψήγματα μιας ψυχεδελικής περιόδου υπάρχουν στο σάουντρακ για το Εκείνο το καλοκαίρι με τη Ναθαναήλ και τον Κομνηνό. Ήταν τότε ο πρωτεργάτης Πουλικάκος που έπαιζε πολύ ωραίο ροκ με το συγκρότημά του, αργότερα ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και, βέβαια, ο Σαββόπουλος, ο πρώτος σε όλα, που είχε σπουδαίο στίχο και με τη μουσική του είδε πραγματικά το μέλλον! Ο μόνος που παραμένει αξεπέραστος! Εκείνη την περίοδο όλοι οι άλλοι έγραφαν πολιτικό τραγούδι. Οι μόνοι που δικαιούνται να λένε ότι γράψανε πολιτικό τραγούδι, όμως, είναι ο Λοΐζος, ο Μαρκόπουλος και ο Θεοδωράκης βέβαια. Ήταν πηγαία τα πολιτικά τραγούδια αυτών των ανθρώπων, δεν θα μπορούσα εγώ να μπω σε όλο αυτό. Θα έμπαινα σε χωράφια άγνωστα.

Ο χρόνος μου στην Αθήνα περνάει χωρίς συγκεκριμένο σκοπό. Να, σήμερα είπα θα ξυπνήσω και θα έρθω να κάνω τη συνέντευξη μαζί σου. Μαθαίνω μόνος μου ξένες γλώσσες, ρωσικά, αραβικά, τουρκικά, τα πάντα. Ταξιδεύω παντού νοερά πλέον, αν και η μόνη μου διαδρομή είναι Αθήνα-Κιάτο. Εκεί θα οδηγήσω, κάτι που αποφεύγω στο κέντρο της Αθήνας. Δεν είμαι τόσο άνθρωπος της πόλης, όσο μου αρέσουν τα στέκια της. Εξακολουθώ να λατρεύω το Παρίσι και μια φορά που πήγα στη Νέα Υόρκη κόντεψα να πάθω αυχενικό, γιατί συνέχεια κοίταζα ψηλά τα κτίρια. Μουσικά δεν κάνω κάτι τώρα, αλλά θέλω να ακουστεί ο «Καβάφης» μου με τον Μητσιά. Κάπου-κάπου εμφανίζομαι στην Απανεμιά.

Κάτι που δεν ξέρεις είναι η λατρεία μου στα φυτά. Εγώ, αν και συνθέτης, έχω φτιάξει δικό μου βοτανικό κήπο στο Κιάτο. Έχω φυτέψει περισσότερα από χίλια είδη φυτών με καρτελάκια με τις ειδικές ονομασίες του το καθένα. Δεν μιλάω για λουλουδάκια. Θα ‘πρεπε να βάζω εισιτήριο να’ρχεται να τα βλέπει ο κόσμος (γέλια). Δεν μου αρέσει καθόλου αυτή η νεοελληνική μιζέρια μες στην κρίση, του στυλ «να φύγω, να μεταναστεύσω». Τα χωράφια μας είναι άδεια, ποιος θα τα δουλέψει;

• Ερωτικά, ήταν αδύνατο να συνυπάρξω με άλλον άνθρωπο. Δεν μπορούσα να παίζω πιάνο, να φτιάχνω μουσική και να τ’ ακούει από το δίπλα δωμάτιο ένα άλλο άτομο. Βίωσα συνειδητά τη μοναξιά μου επ’ αυτού. Βγαίνοντας, όμως, είχα μαζί μου όλο τον κόσμο, και μέχρι το πρωί μάλιστα!

Εκτός από το «Ρίξε στο κορμί μου σπίρτο», κανένα άλλο τραγούδι μου δεν έκανε κατευθείαν επιτυχία. Κι αν ο κόσμος αγάπησε το «Βροχή και σήμερα», τη «Μαρκίζα», το «Μια αγάπη για το καλοκαίρι» ή την «Οδό Αριστοτέλους», εμένα, αν με ρωτήσεις, το πιο προσωπικό μου τραγούδι είναι οι «Τυχαίες Συναντήσεις» με την Τάνια Τσανακλίδου, σε στίχους του Μάνου Ελευθερίου. Γι’ αυτό και η δική μας συνάντηση δεν ήταν τυχαία!

Συντάκτης: Αντώνης Μποσκοϊτης
Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν 
Πηγή: www.lifo.gr