Στο avopolis.gr μίλησε η Μαρίζα Ρίζου, με αφορμή την κυκλοφορία του νέου της δίσκου, «Μεγάλη Γιορτή» και τις εμφανίσεις της στο PassPort Κεραμεικός.
Ποιες είναι οι καλλιτεχνικές επιρροές της Μεγάλης Γιορτής;
Δεν έχω ιδέα, στο λέω αλήθεια. Έχω ακούσει πολλά και πολύ διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα. Υπάρχουν αναφορές με έναν τρόπο σε καλλιτέχνες τους οποίους έχω ακούσει κι αγαπώ, αλλά δεν μπορώ να σου πω πού κρύβεται ο καθένας. Μιας και μιλήσαμε για τον Δεληβοριά, εντοπίζεται στη μουσική του μια χαρμολύπη. Αυτή τη χαρμολύπη τη βρίσκω και στα τραγούδια του δίσκου, τώρα που έχει περάσει κάποιος καιρός και τα ακούω. Στο βιμπράτο μου, ακόμα, βρίσκω κάτι από την άπειρη Ella Fitzgerald που έχω ακούσει. Δεν με συγκρίνω σε καμία περίπτωση με τη Fitzgerald, αλλά αυτή η αίσθηση κάπως εισχώρησε μέσα μου από την πολλή ακρόαση.
Πώς πιστεύεις ότι μπορούμε να οδηγηθούμε στην κοινωνική αλλαγή;
Νομίζω ότι μόνο η δική μας γενιά, μόνο η νέα γενιά μπορεί να καταφέρει κάτι τέτοιο. Αν εμείς γεννάμε και δημιουργούμε ανθρώπους που μεγαλώνουν χωρίς μίσος και εμπάθεια, αλλά με σεβασμό και ψυχική ανοιχτωσιά, όλος ο κόσμος θα γίνει πιο υγιής. Δεν μου αρέσει καθόλου η εμπάθεια σε καμία μορφή της, δεν τη συμπαθώ. Δεν μπορώ να καταλάβω τον ρατσιμό, την έχθρα απέναντι σε ανθρώπους που επιλέγουν να είναι με άνθρωπο του ίδιου φύλου. Δεν το χωράει το κεφάλι μου κι ευτυχώς δεν μεγάλωσα έτσι.
Παράλληλα, δεν αντέχω τους ανθρώπους που μιλάνε άσχημα για τον διπλανό τους. Θεωρώ πως, αν έχεις το οτιδήποτε άσχημο να πεις, κράτα το για τον εαυτό σου. Αν έχεις κάτι καλό να πεις, πες το. Έχει ειπωθεί από μεγάλους φιλοσόφους, αλλά εγώ πλέον το υιοθετώ πλήρως στη ζωή μου. Και το έχω παρατηρήσει μάλιστα και στη ζωή μου. Όποτε με πιάνει η κακία μου, που σαφώς με πιάνει κι εμένα ανά στιγμές, ευτυχώς έχω έναν στενό κύκλο δικών μου ανθρώπων, ο οποίος με φέρνει στα ίσα μου. Και οδηγούμαι πάντα στο ίδιο συμπέρασμα. Πως το πρόβλημα είναι δικό μου, θα έχω εγώ ανασφάλεια με κάτι που έχει σχέση με τον εαυτό μου κι έτσι θα μου βγει η κακία για τους άλλους.
Υπάρχουν στιγμές στις οποίες αυτό που καλείσαι να μεταδώσεις έχει απόσταση από εκείνο που αισθάνεσαι; Περιπτώσεις που μπορεί η ψυχολογία σου να απέχει από το τραγούδι το οποίο λες;
Μπορεί να μην έχω όρεξη πριν βγω στη σκηνή ή να νιώθω πάρα πολύ κουρασμένη ή αγχωμένη. Από τη στιγμή όμως που πατάω εκεί και βλέπω αυτούς τους ανθρώπους γύρω μου –και γι” αυτό έχουν τόση σημασία για μένα οι συνεργάτες– το θέμα τελειώνει. Εώς τώρα, οτιδήποτε και να έχω, εξαφανίζεται. Κι έτσι μπορώ μέσα από τα κομμάτια να εκφράσω ό,τι καλούμαι να εκφράσω. Κι αυτό που συμβαίνει είναι ότι μπαίνω πολύ στις ιστορίες του κάθε τραγουδιού, οπότε είμαι εξουθενωμένη στο τέλος κάθε συναυλίας. Και ό,τι έχω ζήσει γίνεται ένα καταφύγιο στο οποίο, ανατρέχω κάθε φορά που λέω ένα τραγούδι. Είναι εσωτερικές αποθήκες όλα αυτά.
Πώς εξηγείς το δίπολο τον αντιδράσεων της ελληνικής κοινωνίας; Από τη μία έχουμε το κομμάτι των αλληλέγγυων και από την άλλη το φαινόμενο της ακραίας ξενοφοβίας…
Δεν είμαι κοινωνιολόγος και δεν ξέρω αν είμαι η κατάλληλη για να εξηγήσω τέτοια φαινόμενα, που σοκάρουν κι εμένα. Προφανώς και έχουν τη ρίζα τους στον φόβο και την ανασφάλεια. Η προσωπική μου επίσης αίσθηση είναι πως έχουν και άμεση σχέση με την έλλειψη αγάπης. Θεωρώ πως ένας άνθρωπος που έχει λάβει αγάπη, θα δώσει και αγάπη.
Είναι η γλώσσα που έχει μάθει να μιλάει…
Ναι, είναι ακριβώς αυτό. Μόνο έτσι μπορώ να το εξηγήσω.
Διαβάστε όλη τη συνέντευξη στο avopolis.gr