Ακολουθεί κριτική της μεγάλης συναυλίας – αφιερώματος του Μέντα 88 στον Δημήτρη Μητροπάνο, “Δημήτρης Μητροπάνος: Η επόμενη γενιά”, από το musiccorner.gr:

Ήταν 10 Σεπτεμβρίου 2009, όταν ο Δημήτρης Μητροπάνος ανέβηκε στη σκηνή του Ηρωδείου για να ερμηνεύσει «Τα Τραγούδια της Ζωής του» –και της δικής μας ζωής. Για ολόκληρα «Καλοκαίρια και Χειμώνες» μαζί του τραγουδήσαμε, ερωτευτήκαμε, κλάψαμε, πονέσαμε, αναστενάξαμε, χαμογελάσαμε, χορέψαμε, νιώσαμε. Ταξιδέψαμε σε «Θάλασσες», χάσαμε πλοία και τρένα, κάναμε «Μια Στάση Εδώ», στη μέση του δρόμου, και, αν και γελασμένοι, μείναμε «Πάντα Γελαστοί». Το σπουδαιότερο απ’ όλα, γίναμε κοινωνοί της Αλήθειας του. Και ακριβώς με αλήθεια, σεβασμό και απέραντη αγάπη δημιουργήθηκε, με πρωτοβουλία του ραδιοφωνικού σταθμού Μέντα 88 και την καλλιτεχνική επιμέλεια του Νίκου Μωραΐτη, το αφιέρωμα «Δημήτρης Μητροπάνος: Η επόμενη γενιά».

 

 

 

 

 

 

Το ημερολόγιο γράφει πια 2 Οκτωβρίου 2018 και είμαστε ξανά όλοι μαζί στο ασφυκτικά γεμάτο Ηρώδειο για να τον τιμήσουμε και να τον γιορτάσουμε. Να τον θυμηθούμε δεν χρειάζεται, γιατί, παρά το ξαφνικό φευγιό του πριν από έξι χρόνια, ο σπουδαίος μας καλλιτέχνης παραμένει διαρκώς παρών στη μνήμη και την καρδιά μας. Πώς θα ήταν δυνατόν, άλλωστε, να ξεχάσει κάποιος έναν Άνθρωπο τόσο αυθεντικό;

Όπως της άρμοζε, η βραδιά άνοιξε με τη φωνή του, να ερμηνεύει συγκλονιστικά το «Άκου». Η ορχήστρα του, οι δικοί του σπουδαίοι μουσικοί –αυτοί που, όπως έλεγε ο ίδιος, ήταν οι ήρωες φίλοι του που μπορούσαν να τον ακολουθούν κάθε φορά στο «άναρχο» τραγούδισμά του– πήραν τη θέση τους στη σκηνή. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς βρίσκονταν πλάι του και εκείνο το αλησμόνητο βράδυ του 2009 –και πάλι με επικεφαλής τον μαέστρο του, Γιάννη Παπαζαχαριάκη.

Η πλειονότητα των τραγουδιστών που συγκεντρώθηκαν για να τραγουδήσουν ένα μέρος μόνο από το συγκλονιστικό ρεπερτόριο του Μητροπάνου, είχαν την τύχη να έχουν δουλέψει μαζί του. Άλλοι, απλώς τον εκτιμούσαν και τον θαύμαζαν. Όλοι, όμως, προσήλθαν στη συναυλία για να καταθέσουν την αλήθεια τους και την αγάπη τους γι’ αυτόν. Στη σοπράνο Κάτια Πάσχου ανήκε το λυρικό καλωσόρισμα της παράστασης, με το «Μια Παρέα Είμαστε». Ο Φοίβος Δεληβοριάς έκανε εντελώς δικό του τον υπέροχο «Ξενύχτη». Ο Κώστας Τριανταφυλλίδης ερμήνευσε με γνήσια λαϊκή φλέβα «Το Σ’ Αγαπώ το Κρατάω για Σένα».

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η Φωτεινή Βελεσιώτου ξεπέρασε γρήγορα την αρχική της γλυκιά αμηχανία –που τόσο θα συμμεριζόταν ο ίδιος ο Μητροπάνος– για να μας χαρίσει την κραταιά της ερμηνεία σε ένα από τα αγαπημένα τραγούδια του, το «Πρώτο Φθινόπωρο». Ο Κωστής Μαραβέγιας είπε το «Σ’ Αγαπώ σαν Αμαρτία», εξομολογούμενος ότι ο πατέρας του το αφιέρωνε στη μητέρα του, κάθε φορά που το άκουγαν στο ραδιόφωνο στις καλοκαιρινές οικογενειακές τους εκδρομές με το αυτοκίνητο. Ο Πάνος Μουζουράκης προσέγγισε με τη χαρακτηριστικά «θεατράλε» διάθεσή του το «Όταν Έχω Εσένα», ενώ μαζί με τον Λάκη Παπαδόπουλο στα αγαπημένα ντουέτα «Για να Σ’ Εκδικηθώ» και «Της Νύχτας τα Ηχεία», έφεραν εις πέρας με επιτυχία το δύσκολο έργο του να αναθερμάνουν την ατμόσφαιρα της βραδιάς, έπειτα από μια ολιγόλεπτη διακοπή της παράστασης, λόγω ξαφνικής έντονης αδιαθεσίας που αισθάνθηκε κάποια κυρία που βρισκόταν στο κοινό (ας μου επιτραπεί να σημειώσω εδώ ότι το έμπειρο προσωπικό του Ηρωδείου αντέδρασε στο περιστατικό άμεσα και υποδειγματικά).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Για να επιστρέψουμε στη συναυλία, θα ήθελα να σταθώ στον Μίλτο Πασχαλίδη και την ψυχωμένη ερμηνεία του στο «Κιφ», αλλά και στο γεγονός ότι αφιέρωσε το «Έρωτας Αρχάγγελος» στη σύζυγο του Δημήτρη Μητροπάνου, Βένια, η οποία παρακολουθούσε συγκινημένη την παράσταση, μαζί με τις δυο τους κόρες. Ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας ερμήνευσε με αμεσότητα το «Η Σούστα Πήγαινε Μπροστά», ενώ προσέλκυσε τη συμμετοχή του κόσμου, τραγουδώντας τα «Δίδυμα Φεγγάρια» μαζί με την Ελεωνόρα Ζουγανέλη. Η τελευταία επιβεβαίωσε τόσο τη λαϊκή της ποιότητα, ερμηνεύοντας εξαίσια το «Αγάπη Δίκοπη», όσο και την ικανότητά της στο bel canto, με μια απίστευτα τρυφερή ερμηνεία στο «Τα Κύθηρα Ποτέ δε θα τα Βρούμε».

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

O Δημήτρης Μπάσης ξεχώρισε με το «Η Αγάπη Χάθηκε» και με εντυπωσίασε με την ποιότητα και την αμεσότητα της ερμηνείας του στο «Πες Μου πού Πουλάν Καρδιές». Ο Κώστας Μακεδόνας, λαϊκά λυρικός, συγκίνησε στο «Ψάξε στ’ Όνειρό μας», μας ξεσήκωσε με τη «Θεσσαλονίκη», ενώ τραγούδησε παρέα με τον Στέφανο Κορκολή –και όλους εμάς για χορωδία– το «Κάποιες Φορές». Ο Κορκολής μάς πρόσφερε την προσωπική του, ακουστική και ιδιαίτερη, εκδοχή, στο «Θες», ενώ συνόδευσε με το πιάνο του τη συγκλονιστική ερμηνεία της Γιώτας Νέγκα στο «Σβήσε το Φεγγάρι». Αληθινά, δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράψω την αρτιότητα αυτής της σπουδαίας καλλιτέχνιδος: από την αρχοντιά της στο «Ζεϊμπέκικο του Αρχάγγελου» ώς το βαθύ συναίσθημα με το οποίο «έντυσε» το «Αν Είσαι Πλάι μου», κάθε της ερμηνεία ήταν άψογη –εκφραστικά, φωνητικά και συναισθηματικά– και ειλικρινά συγκινητική. Ειδική μνεία και για τον Γιάννη Κότσιρα, ο οποίος έχει εξελιχθεί σε σπουδαίο λαϊκό ερμηνευτή. Απλός και στιβαρός στα «Λαδάδικα», απίθανος στο «Για Μια Ντολόρες». Στο τέλος του πρώτου μέρους, μοιράστηκαν με τον Μίλτο Πασχαλίδη την εμβληματική «Ρόζα» και μάς έκαναν όλους μια φωνή, σε μια ερμηνεία που ξεκίνησε αργά και σιγανά, σαν προσευχή, και κατέληξε να γίνει κραυγή. Η «Ρόζα» είναι, άλλωστε, η απόδειξη ενός από τα μεγαλύτερα δώρα που μας έκανε ο Δημήτρης Μητροπάνος: έβαλε στο στόμα όλων μας λόγια σπουδαίων μας ποιητών, κάνοντας με την Αλήθεια του απλά και εύληπτα, ακόμη και τα πιο δυσνόητα νοήματα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τελευταία στη σκηνή εμφανίστηκε η Χάρις Αλεξίου, η «γέφυρα» της γενιάς του με την επόμενη γενιά όσων συμμετείχαν στο αφιέρωμα. Ερμήνευσε, εμφανώς συγκινημένη, το «Λούνα Παρκ», αφού πρώτα διάβασε ένα γράμμα που απευθυνόταν στον Μητροπάνο –τον Μήτσο, όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι και οι δικοί του άνθρωποι. Στην επιστολή της αυτή, αναρωτιόταν τί ήταν αυτό που χαρακτήριζε το «φαινόμενο Μητροπάνος», ποια ήταν η διαφορά του με όλους τους άλλους συναδέλφους του, τί τον έκανε πραγματικά ξεχωριστό και αντάξιο αποδέκτη για τόση πολλή, αγνή, οικουμενική, γνήσια αγάπη. Κράτησα δύο λέξεις: καθαρός και ειλικρινής. Αυτό ήταν με μια φράση, ο σπουδαίος ερμηνευτής μας –ή αλλιώς αληθινός Άνθρωπος, που ήξερε τί σημαίνει «στα κρυφά και ταπεινά / ψάξε τα παντοτινά»

Καθώς στο τέλος της βραδιάς οι φίλοι του –και εμείς, η εξαιρετική …χορωδία του Ηρωδείου– τραγουδούσαμε ξανά, αγκαλιασμένοι, τη «Ρόζα», τον σκεφτόμουν να τη χορεύει υπό βροχήν, στο κλείσιμο εκείνης της πρώτης, μοναδικής συναυλίας του 2009 –και να σου που η εικόνα του αυτή ξεπρόβαλε στον τοίχο του Ηρωδείου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Το χειροκρότημα δυνατό, ρυθμικό, σαν ριπή. Χιλιάδες χέρια, φωνές και καρδιές είχαν γίνει ένα, όπως ακριβώς τη νύχτα εκείνη. Κι αυτήν τη νύχτα, όμως, το φινάλε του ανήκε δικαιωματικά –στον ίδιο και τους εξαιρετικούς μουσικούς του, που όρθιοι και μόνοι πια στη σκηνή, τον άκουγαν να τραγουδά όπως μόνο εκείνος μπορούσε, ήξερε και ένιωθε κάθε φορά, τις «Δυο Νύχτες» ενωμένες με το «Αλίμονο». Το βίντεο από εκείνο το αξέχαστο βράδυ του Σεπτέμβρη, με έκανε να βουρκώσω. Νομίζω ότι για όλους εμάς που είχαμε βιώσει και εκείνη την πρώτη νύχτα, η συγκίνηση ήταν ασύγκριτη. Τα δάκρια δεν έτρεξαν. Κοίταξα ψηλά, τον σκεπασμένο με σύννεφα νυχτερινό ουρανό πάνω από το Ρωμαϊκό Ωδείο, και αυτόματα χαμογέλασα. Σκέφτηκα πως κάπου εκεί κρυμμένος, σ’ ένα ξύλινο τραπέζι, κάθεται ο Δημήτρης, παρέα με τον Μάριο, τον Άλκη και τον Μάνο. Κουβεντιάζουν, πίνουν το κρασάκι τους και τραγουδούν μαζί μας. Κάποια στιγμή, οι φίλοι του ζητούν από τον Μήτσο να τους χορέψει ένα ζεϊμπέκικο. Εκείνος, αμήχανος, γνέφει αρνητικά. Είναι όμως τόση πολλή η αγάπη και τόσο δυνατές οι φωνές όλων μας εδώ κάτω που είναι αδύνατον να μας χαλάσει το χατίρι. Σηκώνεται. Περπατά με βήμα αργό. Βγαίνει μπροστά. Ρίχνει μια κλεφτή ματιά στους φίλους του και χαμογελά. Απλώνει τα χέρια. Και χορεύει…

————————-

Στην παράσταση έπαιξαν οι εξαιρετικοί μουσικοί:
Γιάννης Παπαζαχαριάκης: κιθάρες, ενορχήστρωση
Άκης Κατσουπάκης: πλήκτρα
Χρήστος Περτσινίδης: μπάσο
Γιάννης Σινάνης: μπουζούκι
Δημοσθένης Πελέκας: μπουζούκι
Ντίνος Χατζηιορδάνου: ακορντεόν
Ανδρέας Τράπαλης: βιολί
Γιώργος Κατσίκας: τύμπανα
Δημήτρης Ντούντουλης: κοντραμπάσο
Βασίλης Δεφίγγος: σαξόφωνο
Γιώργος Παπαχριστούδης: πιάνο