Ξεθεωμένη μωρομάνα με άλλα δυο μικρά παιδιά επαναπροσδιορίζει εαυτόν χάρη στην νεότατη νυχτερινή νταντά, σε αυτή την ευφυώς γραμμένη μεταφεμινιστική δραμεντί περί μητρότητας, με μια εξαιρετική Θερόν.
Τρίτη συνεργασία του καναδού σκηνοθέτη με την οσκαρούχα σεναριογράφο του «Juno», δεύτερή τους με πρωταγωνίστρια την εσαεί υπέροχη Σαρλίζ. Όλες, πετυχημένες. Ακόμη περισσότερο: πρόκειται για πολύ ουσιαστικές συνεργασίες, με ηρωίδες κάτι γυναίκες που επιχειρούν να ζήσουν έξω από το καλούπι που ορίζουν η ηλικία τους, η κατάστασή τους, ο περίγυρος… Η Μάρλο (Θερόν, εξαίσια) είναι παντρεμένη με τον δουλευτή και τρυφερό Ντρου (Λίβινγκστον). Έχουν δυο παιδιά, την 8χρονη Σάρα (Φράνκλαντ), και τον 6χρονο Τζόνα (Φαλίκα, καλός), που είναι ένα δύσκολο παιδί με ειδικές ανάγκες. Η Μάρλο από μέρα σε μέρα γεννάει ένα κοριτσάκι. Η έλευση του μωρού (η σκηνή του τοκετού είναι από τις λίγες αδιάφορες του φιλμ), μαζί με τις άλλες υποχρεώσεις και την επιλόχεια κατάθλιψη συνυπογράφουν την κατάρρευση της Μάρλο. Αποφασίζει, λοιπόν, η διαλυμένη μάνα-σύζυγος-μαγείρισσα-νοικοκυρά να δεχτεί την προσφορά του ματσωμένου αδελφού της (Ντιπλάς, καλός) για πρόσληψη μιας ειδικής νυχτερινής νταντάς, που θα προσέχει το νεογέννητο τη νύχτα, ώστε να μπορεί να κλείσει μάτι η μαμά. Η Τάλι (Μακένζι, απολαυστική), η 26χρονη φοιτήτρια-νυχτερινή νταντά, μπαίνει ως σοφός σίφουνας στη ζωή της Μάρλο. Με τα νιάτα της, την θετική ενέργειά της, αλλά κυρίως με την μεγάλη της καρδιά, η μικρή γυναίκα, ως μεταμοντέρνα Μέρι Πόπινς, θα ωθήσει την μεγάλη στην αναθεώρηση της ύπαρξής της (και στο ελαφρώς διδακτικό φινάλε).
Οι κοφτεροί διάλογοι, που δεν κυνηγούν εμμονικά την ατάκα ενδίδοντας και σε σιωπές και σε εύγλωττα υπονοούμενα, είναι το μεγάλο ατού της ταινίας. Η 40χρονη Κόντι άντλησε, λέει, αβέρτα από την προσωπική της εμπειρία με νυχτερινή νταντά, όταν επίσης γέννησε το τρίτο της παιδί. Η δε Θερόν, απλά εξαιρετική σε έναν ρόλο σύνθετο, που αποδομεί παρρησιαστικά τον μύθο της ροζ, αγαπησιάρικης μητρότητας έχοντας ως κερασάκι μια ξεγυρισμένη κρίση μέση ηλικίας. Πραγματικά, υπάρχουν στην ταινία κάτι σκηνές που εγκολπώνονται και εικονογραφούν τόσο απόλυτα την τρέλα της καθημερινότητας μιας τέτοιας μάνας –συχνά, με ωραίο κοφτό μοντάζ (Στέφαν Γκρουμπ) και ανάλογη στακάτη μουσική (Ρομπ Σίμονσεν)– που και μόνο γι’ αυτές αξίζει να δείτε αυτή την θεματολογικά ρηξικέλευθη, μα βατή ταινία.
πηγή: tospirto.net