Η Νάνα Παπαδάκη καταπιάνεται με το ελάχιστα παιγμένο κείμενο του Γιάννη Ρίτσου «Κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού» και το ανεβάζει σε σκηνοθεσία κι ερμηνεία δική της από τις 17 Φεβρουαρίου στο Α Small Argo full of Art (δεύτερη σκηνή του Θεάτρου Αργώ).
Το κείμενο το είχε ξεχωρίσει αρκετό καιρό πριν και το μελετούσε. «Ένιωθα ότι μιλούσε για μια γενιά που αναγκάστηκε να ωριμάσει πριν την ώρα της προκειμένου να υπάρξει σε έναν κόσμο ανώριμο και αρνούμενο πεισματικά να ενηλικιωθεί. Θα σας πω γιατί. Η ηρωίδα είναι μια Ηλέκτρα, αν και το όνομά της δεν αναφέρεται ποτέ. Φορέας μιας δύναμης που δεν βρίσκει ανταπόκριση και στρέφει τη δύναμη αυτή κατά του εαυτού της. Σαν κάτι να μην μπορεί να γεννηθεί και να την αναγκάζει να επενδύει με νόημα ένα «άδειο δοχείο», το οποιοδήποτε αντικείμενο ενός θεατρικού φροντιστηρίου φανταστείτε, ώστε να μην ακρωτηριαστεί πνευματικά. Τη συναντούμε σε μεγάλη ηλικία να αφηγείται τη ζωή της και βλέπουμε όλο της το φως και τη στρέβλωση που επέφεραν οι συνθήκες στον ψυχισμό της. Δεν με ενδιαφέρει να αποδώσω σκηνικά την ηλικία, ούτε το φύλο της, με ενδιαφέρει όμως να ακουστεί ο πλούτος και το βάθος της σκέψης της. Με αφορά, φυσικά, το γεγονός ότι ο ποιητής δίνει τα λόγια αυτά σε μια γυναίκα, γιατί κι εγώ προσωπικά πιστεύω στις γυναίκες, στη σκέψη και στη δημιουργικότητά τους, σε κάθε τομέα. Αφορμή στάθηκε η πρόσκληση της Χρύσας Καψούλη να παρουσιάσω ένα έργο στο Α Small Argo full of Art, τη δεύτερη σκηνή του θεάτρου Αργώ. Είπα αμέσως ναι, γιατί ένιωσα ότι το κείμενο μπορούσε πια να ανθίσει στη σκηνή κι ο συγκεκριμένος χώρος ήταν ο κατάλληλος για αυτό που είχα στο μυαλό μου» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Το έργο πραγματεύεται «την περιπέτεια της αυτογνωσίας σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Τα εμπόδια, τις δυσκολίες, τις ματαιώσεις, αλλά και τη γνώση και τον ανοιχτό ορίζοντα που μπορεί να πηγάσει απ’ αυτές. Μια σιωπή που μπορεί να είναι άλλοτε ευεργετική, άλλοτε αμείλικτη, άλλοτε και τα δύο μαζί και μας εμπεριέχει σαν μάνα. Το σώμα της είναι η ίδια η σκηνή».
Πώς συνδέεται ο Ρίτσος με το σήμερα; «Δε νομίζω ότι συνδέεται μόνο με το σήμερα, αλλά και με κάτι στο μέλλον. Εννοώ ότι αυτό που κάνουμε σήμερα θα το συναντήσουμε και στο μέλλον, αν όχι εμείς κάποιοι άλλοι. Η πάλη των ανθρώπων και το πάθος τους για αλήθεια παραμένει το ίδιο. Κάτι χάνουμε όμως στην πορεία, τη γνώση, τη χαρά της δικής μας μοναδικής ύπαρξης, τη χαρά να συναντούμε και να συνδεόμαστε με ανθρώπους διαφορετικούς από εμάς. Το έργο είναι διαχρονικό και η πορεία του ανθρώπου προς τη γνώση περνάει, ευτυχώς ή δυστυχώς, απ’ τα ίδια μονοπάτια» αναφέρει η σκηνοθέτιδα.
Γιατί χαρακτηρίζει τη γραφή του Ρίτσου ευεργετική; «Έχει μια δύναμη η γλώσσα του Ρίτσου να μετουσιώνει το σκοτάδι σε φως, σαν ένα χέρι να σ’ αρπάζει από έναν σκοτεινό βυθό και να σε φέρνει στην επιφάνεια του νερού να πάρεις ανάσα, να σε κρατάει όσο χρειάζεται και να σε ξαναπαραδίδει σε ένα νέο ταξίδι. Είναι μια άσκηση του νου και της ανάσας σε μια πολύ ιδιαίτερη ποιότητα του χρόνου, μεταβατική, σχεδόν απροσδιόριστη. Νιώθω ότι κάτι τέτοιο ζούμε και τώρα, δεν υπάρχουν βεβαιότητες. Η ηρωίδα κάπου μιλάει για ένα «γεφύρι-εμπόδιο» που κανείς δεν μπορεί να το περάσει, γιατί δεν ξέρει αν είναι στεριωμένο απ’ την άλλη πλευρά κι έτσι η ιδέα του γεφυριού, λέει, έμενε μια μεταμφίεση δεσμού ή απόστασης, μια απόδειξη αδοκίμαστη. Κάπως έτσι δεν νιώθουμε όλοι και τώρα; Μπορούμε να εμπιστευτούμε ο ένας τον άλλον; Πιστεύουμε στη ζωή, στον άνθρωπο; Τα δικά μας σκοτάδια τα αντιμετωπίζουμε; Απ’ τη «σκοτεινή μας κρύπτη» αισθανόμαστε τον κόσμο ή απλά αφήνουμε τον χρόνο να περνάει νομίζοντας πως έτσι κάτι κερδίζουμε ή αποφεύγουμε; Ένα τραγούδι είναι ο Ρίτσος που αγκαλιάζει μια μεγάλη ψυχή με όλες της τις αντιφάσεις και συγκρούσεις και μας την επιστρέφει».
Για πρώτη φορά ήλθε σε επαφή με την ποίησή της «Τέταρτης Διάστασης» όταν είδε «την συγκλονιστική “Ελένη” του Βασίλη Παπαβασιλείου με τον Νίκο Σακαλίδη, δύο απανωτές φορές στο Θέατρο Τέχνης, στο πρώτο της ανέβασμα εκεί, στην Πεσμαζόγλου. Μετά θα παίζαμε εμείς ένα έργο του Μπότο Στράους. Μόλις είχα τελειώσει τη σχολή. Εκεί λοιπόν στα καθίσματα του Τέχνης δεν μπορούσα να πιστέψω πώς ένα ποιητικό κείμενο μπορούσε να ξεχειλίζει από δύναμη, τρυφερότητα, στοχασμό όχι μόνο για τον άνθρωπο, αλλά και για την λειτουργία του ηθοποιού. Σαν να βγαίνεις στη σκηνή και το πρώτο βήμα να είναι μαζί και το τελευταίο κι ο λόγος να ταξιδεύει σ’ αυτό τον διεσταλμένο χρόνο. Η δική μας παράσταση φυσικά είναι πολύ διαφορετική με ροκ πινελιές, ηλεκτρική κιθάρα, λούπες, ένα μόνο πρόσωπο επί σκηνής, το ταξίδι μιας άλλης γενιάς».
Αγαπημένο ποίημα της; «Το ομότιτλο ποίημα από το “Υπερώον” του Ρίτσου που συνδέεται και με τη διαμόρφωση του σκεπτικού της παράστασης: Μετά την παράσταση έμεινε κρυφά στο υπερώον στα σκοτεινά. Η αυλαία ολάνοιχτη. Εργάτες της σκηνής, φροντιστές, ηλεκτρολόγοι ξεστήνουνε τα σκηνικά, μετέφεραν στο υπόγειο ένα μεγάλο γυάλινο φεγγάρι, σβήσαν τα φώτα, έφυγαν, κλείδωσαν τις πόρτες. Σειρά σου τώρα, χωρίς φώτα, χωρίς σκηνικά και θεατές, να παίξεις εαυτόν.»
Ποια ερωτήματα, όμως, που βασανίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο αναδεικνύονται μέσα από την ποιητική φωνή του Ρίτσου; «Η μεταβατική εποχή για τον καθέναν και για όλους μας, ένας κόσμος που χάνεται, ένας άλλος που δεν μπορεί να γεννηθεί, η ανάγκη μας για υπέρβαση κι ένα αίσθημα ότι «κουτσουρεύονται» τα μυαλά, οι ψυχές μας και απομένουμε «δέντρα με τα κλαδιά απλωμένα στο γκρίζο, σαν τις στεγνές, γδαρμένες φλέβες του κόσμου, έρημες, απροκάλυπτες και γραφικές μαζί», όπως λέει και το κείμενο. Η παράξενη ομορφιά αυτού του κόσμου και η τόσο στοργική ματιά του ποιητή πάνω στην περιπέτεια της ζωής».
Από τα συλλογικά πάθη στην προσωπική ιστορία… «Στο σημείο που συναντάμε την ηρωίδα στο κείμενο του Ρίτσου υπάρχει ένας ήσυχος τόπος μέσα της, μια μήτρα εύγλωττης σιωπής και μπορεί να δει πως αυτά τα δύο συνδέονται κι επηρεάζουν το ένα το άλλο. Το ίδιο το κείμενο χορεύει αλλού αρμονικά κι αλλού άγρια ανάμεσά τους και σε μια διάσταση του κόσμου που αποκαλύπτεται».
Και ηθοποιός και σκηνοθέτιδα στην παράσταση… «Έχω εξαιρετικούς συνεργάτες, μιλάμε ελεύθερα, ανταλλάσσουμε σκέψεις, νιώθω ασφαλής σε καλλιτεχνικό και προσωπικό επίπεδο, δεν μπορώ να έχω την ζωντανή εμπειρία του σώματος του άλλου ηθοποιού πάνω στη σκηνή, να τον βλέπω, να αναπνέω μαζί του, τα μάτια και τα αυτιά των συνεργατών είναι ο οδηγός και μου ανοίγουν τον δρόμο. Δε θα ‘λεγα ότι είναι πιο δύσκολο, ούτε και πιο εύκολο βέβαια, απλά διαφορετικό και απαιτητικό με άλλον τρόπο».
Η δυσκολία του μονολόγου… «Συνεργασία. Και εμπιστοσύνη στους συνεργάτες. Παρτενέρ σου πάνω στη σκηνή είναι η μουσική, τα φώτα, τα χρώματα, τα υλικά της παράστασης, η φαντασία και η καλλιτεχνική ευαισθησία των συνεργατών σου. Όλα αυτά βρίσκονται σε διαρκή διάλογο μεταξύ τους, κι εσύ μέσα σ’ αυτά. Είναι τόσο πλούσιο σε νοήματα, εικόνες και στοχαστικό βάθος το κείμενο που δεν νιώθω ότι είμαι μόνη στη σκηνή. Το αντίθετο. Οφείλεις βέβαια να φέρεις και να καλλιεργείς επί σκηνής έναν ρυθμό μέσα σου που θα αφήσει όλα αυτά να ζωντανέψουν, να φτάσουν στο κοινό κι αυτό θα σου επιστρέψει κάθε φορά κάτι άλλο, μιαν άλλη δυνατότητα. Αν είσαι ζωντανός και ανοιχτός στη σκηνή εκπλήσσεσαι απ’ την καθαρότητα της γλώσσας και τη δύναμη της μουσικότητας και των νοημάτων».
Και για το μέλλον… «Μετά την πρεμιέρα για το «Κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού» ξεκινώ πρόβες για το έργο του Τσιμάρα Τζανάτου «Δεσποινίς Δυστυχία» σε σκηνοθεσία της Χρύσας Καψούλη που θα παρουσιαστεί στο θέατρο Φούρνος. Αγαπώ πολύ το ελληνικό έργο. Και το πιστεύω».
πηγή: tospirto.net