Το πολικό ψύχος στη Νορβηγία είναι αβίωτο και το γκρίζο χιόνι δημιουργεί έναν εντυπωσιακό διάκοσμο για να εξελιχθεί το ψυχρό κυνήγι ενός serial killer, ο οποίος παίζει με το μυαλό του αντι-ήρωα της ταινίας. Κάθε δυνατό crime story, όμως, πέρα από τον πάγο σαν εκφραστικό εργαλείο, οφείλει να διαθέτει και μια φλόγα μέσα του. Είναι αλήθεια ότι οι αμερικάνικες εκδοχές των σκανδιναβικών νουάρ έχουν γνωρίσει αρκετή δόξα –από το «Insomnia» του Κρίστοφερ Νόλαν, μέχρι το «Κορίτσι με το Τατουάζ» του Ντέιβιντ Φίντσερ. Πέρασαν όμως αρκετά χρόνια από την τελευταία ταινία του Τόμας Άλφρεντσον, ο οποίος είχε δείξει εξαιρετική δεξιοτεχνία και γνώση σινεμά με το κατασκοπικό κομψοτέχνημα «Και ο Κλήρος Έπεσε στον Σμάιλι». Αλλά, ενώ εκεί κατάφερε να τιθασεύσει με αλάνθαστο στυλ το λογοτεχνικό σύμπαν του Τζον Λε Καρέ, εδώ παρουσιάζεται αμήχανος όταν καλείται να χειριστεί το μπεστ σέλερ του Γιού Νέσμπε.
Αν και δεν παράγει λογοτεχνία υψηλών αξιώσεων, ο Νέσμπε είναι πασίγνωστος για μια σειρά μυθιστορημάτων με ήρωα τον αυτοκαταστροφικό επιθεωρητή Χάρι Χόλε. Σε αυτήν την ιστορία, ο ήρωας αναλαμβάνει να διερευνήσει την εξαφάνιση μιας αθώας μητέρας. Οι παράξενες υποθέσεις διαδέχονται η μία την άλλη, με κοινή συνισταμένη το μοτίβο ενός χιονάνθρωπου στις σκηνές του εγκλήματος: ο serial killer αφήνει μηνύματα στον επιθεωρητή, τα οποία τον οδηγούν να ξεσκεπάσει ένα μυστηριώδες παζλ, που κρύβει τραύματα, αμαρτωλά μυστικά, προσωπικές ενοχές, πόνο και πολύ φονικό.
Κάνει καλή δουλειά στην ενσάρκωση του επιθεωρητή ο Μάικλ Φασμπέντερ καθώς χτίζει μια ωραία αποστασιοποίηση και χρησιμοποιεί το σώμα του στις σκηνές διαλόγου. Τα εύσημα πρέπει να πάνε και στη Ρεμπέκα Φέργουσον, όμως: πρόκειται για μια υποσχόμενη ηθοποιό, που κουβαλάει κάτι από τη μυστηριώδη αύρα της Ίνγκριντ Μπέργκμαν. Κατά τα λοιπά, ο Χιονάνθρωπος μπορεί να είναι ένα ξεκούραστο page-turner βιβλίο, αλλά δεν γίνεται το ίδιο απολαυστικό στη μεγάλη οθόνη. Ειδικά όταν ο πήχης απαιτήσεων από πλευράς σκηνοθέτη έχει ανέβει σημαντικά από την εποχή του νεο-βαμπιρικού μύθου «Άσε το Κακό να Μπει».
Η παρουσία του Μάρτιν Σκορσέζε στη θέση του παραγωγού μάλλον έσωσε το εγχείρημα από μια καλογιαλυσμένη διασκευή, δίνοντάς του «ενήλικο» ύφος και πλήρη ατμόσφαιρα -αν και θα δυσκολευτείτε να εντοπίσετε το καλλιτεχνικό αποτύπωμά του. Απ’ την πλευρά του και ο Άλφρεντσον κάνει ό,τι μπορεί, έχοντας επίγνωση πως το σενάριό του βασίζεται σε ένα best seller που πωλείται κατά κόρον στα blue star ferries το καλοκαίρι (με ό,τι συνεπάγεται κάτι τέτοιο). Ωστόσο τα πισωγυρίσματα στον χρόνο δεν λειτουργούν καθόλου πειστικά και ακόμα λιγότερο πειστική αποδεικνύεται η απλοϊκή, ψυχαναλυτική λύση της τελευταίας σκηνής.
Ίσως, αν βλέπαμε αυτήν την ιστορία στο περιβάλλον μια τηλεοπτικής σειράς σαν το “The Killing” ή τον Επιθεωρητή Wallander, τότε να χαριζόμασταν σε πολλές από τις στραβοτιμονιές επάνω στην ολισθηρή απ’ το χιόνι ιστορία. Αλλά το «συμπιεσμένο» σενάριο και το άνισο μοντάζ (παρά τη δεδομένη μαεστρία της Θέλμα Σουνμέικερ) δείχνουν να ασχολούνται με τη βιαστική εξέλιξη της αστυνομικής ίντριγκας, επιθυμώντας να υπερτονίσουν τις συμπτώσεις-κλειδιά. Τη δε «τηλεοπτική» έκβαση του αινίγματος στη σκηνή του φινάλε καλείται να ξελασπώσει η εξαιρετικά φροντισμένη φωτογραφία. Και, πραγματικά, το χιονισμένο τοπίο αξιοποιείται με χαζευτικό τρόπο, σε ένα αστυνομικό θρίλερ το οποίο δεν απογειώνει το σασπένς, αλλά που σε καμία περίπτωση δεν προδίδει τους φανατικούς του είδους.
πηγή: avopolis.gr