Ο μουσικοσυνθέτης με τις αμέτρητες επιτυχίες που έδεσε το λαϊκό αίσθημα με βαθιά μουσική γνώση και μεγάλη φινέτσα, αφηγήθηκε τα επεισόδια της ζωής του.

  •   Γεννήθηκα στην οδό Ηρακλείου 14, πίσω από το Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας. Ζούσαμε σε ένα αρχοντικό, χτισμένο σε μια μικροαστική συνοικία της πόλης, στην οποία ήταν ανεπτυγμένο το αίσθημα της γειτονιάς, του παιχνιδιού και της παρέας. Μεγάλωσα σ’ ένα περιβάλλον που είχε κακουχίες, στερήσεις, δυσκολίες, μεγάλη φτώχεια και αξεπέραστα βιώματα. Την περίοδο της Κατοχής ήμουν έφηβος. Παρότι είναι δύσκολο να ξεχωρίσω τις μνήμες μου απ’ τις αληθινές θύμησες, απ’ τα παιδικά μου χρόνια ανακαλώ πολύ έντονα το ποδήλατο. Το παιδικό μου όνειρο ήταν η αγορά ενός ποδηλάτου. Όταν, τελικά, συνέβη αυτό, έπαιρνα την αδερφή μου, τη Λουκία, και πηγαίναμε βόλτες στον απέναντι κήπο. Άλλες εποχές. Λιγότερο ευτυχισμένες, αλλά περισσότερο αθώες.
  •  Ο παππούς μου, ο σιορ-Μίμης, είχε καταγωγή από τη Ζάκυνθο και με τη γιαγιά μου απέκτησαν δώδεκα παιδιά. Ο πατέρας μου, Αντώνης, ήταν ο πρωτότοκος, ο οποίος αργότερα παντρεύτηκε τη μητέρα μου, Ελένη, με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη. Η οικογένειά μου ήταν πιλοποιοί, δηλαδή κατασκεύαζαν κατά κύριο λόγο καπέλα για άνδρες. Την περίοδο του πολέμου τα εργοστάσιο κατασχέθηκε, έγινε στάβλος από τους Ιταλούς αλλά και πεδίο μάχης έπειτα, κατά τη διάρκεια του αιματηρού Εμφυλίου.
  •  Ανεπούλωτη και βαθιά πληγή παραμένει ακόμη ο θάνατος της μητέρας μου σε ηλικία 39 ετών. Χάνεις τη γη κάτω απ’ τα πόδια σου. Αισθάνεσαι μετέωρος. Κλονίζεται η πίστη σου. Μια δυσαναπλήρωτη απώλεια. Εκείνη την ανεξίτηλη ημέρα μελετούσα αναλυτική χημεία και πήγα στην κουζίνα. Τη θυμάμαι να είναι με τα χέρια της γεμάτα αλεύρι, φτιάχνοντας κουλουράκια: προσπάθησε να ψελλίσει το όνομά μου και τότε σωριάστηκε στο πάτωμα. Ο γιατρός έφτασε λίγη ώρα αργότερα, αλλά η μητέρα μου ήταν νεκρή από εγκεφαλικό, το οποίο είχε προκληθεί από υπέρταση. Ήμουν μόλις 19 ετών. Ευτυχώς, όταν γεννήθηκε η κόρη μου, η Ελεάνα, αισθάνθηκα ότι η μητέρα μου ξαναγεννήθηκε. Της μοιάζει αφάνταστα.   Όλα αυτά τα χρόνια παρέμεινα ένας συνθέτης που δεν εντάχθηκε ποτέ σε κανένα κύκλωμα δισκογραφίας. Δεν έκανα συμβόλαιο με καμία εταιρεία, δεν είχα κανένα κόμμα να με υποστηρίξει, αλλά και καμία εκδοτική παρέα για να γράφει αποθεωτικές κριτικές για το έργο μου. Ευτυχώς, δεν βρέθηκαν τέτοια δεκανίκια στον δρόμο μου. Δεν με γοήτευσαν ποτέ οι «αυλές».

  •  Ήμουν παιδάκι όταν ανακοίνωσα στη μητέρα μου, την ωραιότερη γυναίκα που γνώρισα ποτέ, ότι ήθελα κάποτε να σπουδάσω μουσική. Στο άκουσμα της φράσης μου τα όμορφα μαύρα μάτια της σκούρυναν, άνοιξαν διάπλατα και χωρίς να το σκεφτεί, αυθόρμητα μου είπε: «Παιδί μου, ευχή και κατάρα των γονιών σου, μη γίνεις μουζικάντης». Όμως, δειλά-δειλά είχα ξεκινήσει να παίζω πιάνο σε ηλικία έξι ετών, σκαλίζοντας προσεκτικά το πιάνο της γιαγιάς μου. Ωστόσο, δεν σπούδασα μουσική, δεν πήγα ποτέ σε ωδείο, είμαι αυτοδίδακτος. Κατάφερα, όμως, να διευθύνω τις μεγαλύτερες ορχήστρες του κόσμου και να συνεργαστώ με τους μεγαλύτερους σολίστ του πλανήτη.

  •  Όταν τελείωσε η Κατοχή και το εργοστάσιο είχε καταστραφεί πια, ζούσαμε από τα έσοδα ενός μαγαζιού με καπέλα στην οδό Μητροπόλεως. Για να συντηρώ την οικογένειά μου έπαιζα σε αμερικανικές λέσχες και σε εγγλέζικες καντίνες. Όταν ήμουν φοιτητής στο Χημικό, άκουσα ότι ένας θαυμάσιος πιανίστας είχε φύγει για τη Νότια Αμερική και η ορχήστρα του Βαγγέλη Ευαγγελίου έψαχνε αντικαταστάτη. Είχα μάθει όλο το ρεπερτόριο ως αυτοδίδακτος κι έτσι βρέθηκα να είμαι μέρος μιας σπουδαίας ορχήστρας, ενώ παράλληλα διάβαζα ώρες ατελείωτες για να πάρω το πτυχίο μου από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Φοίτησα στο Λεόντειο Λύκειο, σπούδασα στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και πήρα το διδακτορικό μου στη Χημεία από το Πανεπιστήμιο Κορνέλ στις ΗΠΑ.   Ο μικρός Μίμης Πλέσσας με τη μητέρα του Ελένη. O Mίμης Πλέσσας σε νεαρή ηλικία.

  •  Στην Αμερική πήγα το 1950, ως ειδικός στην αγορά μηχανημάτων κλωστοϋφαντουργίας της οικογενειακής μας εταιρείας. Εκεί ήταν που η τύχη με βοήθησε ώστε να συνδεθώ με τον μεγάλο σαξοφωνίστα Lester Young, ο οποίος περιόδευε με το κουαρτέτο του. Ένα βράδυ, λοιπόν, έλειπε ο πιανίστας του. Κάποιος που με ήξερε από τις εκπομπές μου στο KDAL με σύστησε ως «jazz pianist from Greece», δηλαδή ως έναν Έλληνα τζαζίστα. Αρχίσαμε να παίζουμε και σταδιακά ένιωσα την αρχική τους επιφύλαξη να σβήνεται. Με κυρίευαν συναισθήματα ευφορίας, που με έκαναν να δέχομαι τους αυτοσχεδιασμούς τους και να απαντάω, προσθέτοντας στη μουσική μας κουβέντα κάτι ενδιαφέρον. Κάποια στιγμή κάναμε ένα σύντομο διάλειμμα για να πιούμε ένα ποτό που μας κέρασε ο καταστηματάρχης και γυρίσαμε ξανά στα όργανά μας. Βιαζόμασταν να ξαναπαίξουμε. Ανεκτίμητες στιγμές. Θυμάμαι, σαν να ‘ναι τώρα, τον Lester Young να ξεκινάει το «Yesterdays» του Jerome Kern. Έριξα μια κλεφτή ματιά στο ρολόι. Ήταν μία και είκοσι και είχα να ξυπνήσω στις επτά και μισή για το πανεπιστήμιο. Σύντομα ξεχάστηκα, παρασυρμένος από τη σοβαρότητα των μουσικών διαλόγων, που, όσο πέρναγε η ώρα, γίνονταν όλο και πιο περιεκτικοί. Όταν τελειώσαμε, ήμασταν ευτυχισμένοι και αισθανόμασταν γεμάτοι από μουσική. Ο Lester με πλησίασε και γελώντας μου είπε: «Έι, Dee (από το Dimitri), έχεις πρόβλημα με το χρώμα του δέρματός σου, να το κοιτάξεις». Με τον τρόπο του είχε φροντίσει να εξισώσει τη μουσική μου ευαισθησία με τη νέγρικη μοναδικότητα.


  •  Το πρώτο μου βραβείο το πήρα στο Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού για το «Αστέρι αστεράκι» σε στίχους του Κώστα Πρετεντέρη, με ερμηνεύτρια τη Νάνα Μούσχουρη. Νεαρός πιανίστας ακόμα, τιμήθηκα με το πρώτο βραβείο μουσικής του Πανεπιστημίου της Mινεσότα το 1951 και την επόμενη χρονιά αναδείχθηκα πέμπτος κατά σειρά πιανίστας στις ΗΠΑ. Ακολούθησαν κι άλλες σημαντικές διακρίσεις, π.χ. στο Διεθνές Φεστιβάλ Τραγουδιού του Σόποτ της Πολωνίας αλλά και το βραβείο ενορχήστρωσης στο Jazz Clinic Festival στην Ουάσινγκτον το 1966. Φυσικά, η απονομή του Χρυσού Σταυρού του Τάγματος του Φοίνικα από τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωστή Στεφανόπουλο, αλλά και η βράβευσή μου από την Ακαδημία Αθηνών, με προεδρεύοντα τον φίλο μου Δημήτρη Νανόπουλο. Ωστόσο, μία από τις ιδιαίτερες στιγμές για μένα ήταν όταν αναδείχθηκα επίτιμος διδάκτωρ Χημείας στο Πανεπιστήμιο Πατρών τον Απρίλιο του 2010. Η χημεία είναι η κορυφαία των επιστημών. Αλλά και η μουσική μια χημεία από νότες είναι, που μεταδίδουν συναισθήματα. Λατρεύω εξίσου τη χημεία και τη μουσική.

  •  Τις ελληνικές ταινίες δεν τις είχα δει ποτέ στο παρελθόν και το έκανα κατά τη διάρκεια της καραντίνας. Θυμόμουν ακόμη κάθε λεπτομέρεια από τα χρόνια της συνεργασίας με τη Φίνος Φιλμ, τις ατελείωτες ώρες στο μοντάζ, τις ηχογραφήσεις, τους τραγουδιστές και τις χορωδίες. Στην αρχή ο Φίνος δεν με ήθελε, γιατί δεν είχα γράψει ούτε ένα τραγούδι. Ο Δαλιανίδης ήταν εκείνος που επέμεινε να γράψω τη μουσική για τις ταινίες: Νόμος 4000, Ίλιγγος, Στεφανία, Στον αστερισμό της Παρθένου κ.λπ.   Με τον Μίκη Θεοδωράκη πολλές φορές βρισκόμαστε και καθόμαστε στο πιάνο, παίζοντας ώρες ατελείωτες. Έχουμε περάσει μαζί αξέχαστα απογεύματα με γέλια, πειράγματα και συγκινήσεις.

  •  Συνεργάστηκα με πολλούς σημαντικούς καλλιτέχνες που άφησαν ανεξίτηλη σφραγίδα στον χώρο της μουσικής, με τους οποίους αποκτήσαμε φιλικές σχέσεις. Πάντα ξεχωρίζω τον Γιώργο Ζαμπέτα για την ευαισθησία του και τη ζεστή πενιά του. Όπως και τον Μίκη Θεοδωράκη, με τον οποίο πολλές φορές βρισκόμαστε και καθόμαστε στο πιάνο, παίζοντας ώρες ατελείωτες. Έχουμε περάσει μαζί αξέχαστα απογεύματα με γέλια, πειράγματα και συγκινήσεις. Ο Μίκης «κατέβασε» κατά κάποιον τρόπο την ποίηση στο πεζοδρόμιο. Με τον Μάνο Χατζιδάκι συνεργαστήκαμε στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας, όταν ξεκίνησα μια εκπομπή με τίτλο «Ας μιλήσουμε για μουσική».

  •  Ο «Δρόμος» είναι ο εμπορικότερος δίσκος όλων των εποχών. Με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο ήμασταν αχτύπητο δίδυμο και σεβόμαστε ο ένας τη δουλειά του άλλου. Μια βραδιά που ήμασταν στο σπίτι του Λευτέρη, είχε σκόρπια κάποια χαρτιά πάνω στο γραφείο του. Εκείνος δεν πίστευε ότι θα μπορούσαν να αποτελέσουν καλό υλικό για τραγούδια. Σ’ αυτά υπήρχαν μνήμες από τα εφηβικά του χρόνια και την Κατοχή. Επίσης, δεν είχαν ρεφρέν, με εξαίρεση το «Ξημερώνει Κυριακή». Δύο μέρες μετά τα τραγούδια αυτά παρουσιάστηκαν στον Αλέκο Πατσιφά και στη δισκογραφική LYRA, κι έτσι γεννήθηκε ο «Δρόμος». Ο Γιάννης Πουλόπουλος, η Ρένα Κουμιώτη και η Πόπη Αστεριάδη συμμετείχαν με τις φωνές τους σε έναν δίσκο που ηχογραφήθηκε σε περίπου δέκα ώρες.

  •  Πάντα ήθελα να βρίσκω νέες φωνές και ταλέντα που ξεχώριζαν για τις ερμηνευτικές τους ικανότητες και να περιστοιχίζομαι από νέους ανθρώπους. Η Τζένη Βάνου ήταν για μένα η κορυφαία ερμηνεύτρια. Το «αηδόνι» του ελληνικού πενταγράμμου. Μια σπουδαία φωνή. Η συγκλονιστικότερη τραγουδίστρια που έχει περάσει από τη ζωή μου. Ο Γιάννης Πουλόπουλος ήταν δικό μου δημιούργημα, όπως και πολλοί άλλοι, εξαιρετικοί τραγουδιστές. Με τον αγαπημένο Γιάννη είχαμε εμφανιστεί και στο Carnegie Hall το 1966, στο Jazz Clinic Festival. Ξεχωρίζω, επίσης, τη Ζωή Κουρούκλη και τον Τόλη Βοσκόπουλο, με τον οποίο διατηρούμε έναν αμοιβαίο σεβασμό και μια ειλικρινή φιλία.   Δεν με τρομάζει ο θάνατος, διότι έχω συμφιλιωθεί απόλυτα μαζί του.

  •  Ένας άλλος σημαντικός άνθρωπος της ζωής μου είναι η Ειρήνη Παππά, η οποία ήταν αυτή που έπεισε τη γυναίκα μου να με παντρευτεί. Πάντα ήθελε να μας παντρέψει. Ακόμη κι όταν έμαθε ότι παντρευτήκαμε κρυφά, έλεγε διαρκώς «ναι, αλλά η κουμπάρα είμαι εγώ». Τελικά, γίναμε συγγενείς όταν βάφτισε την κόρη μας, μαζί με τον Στέφανο Κορκολή και την αδελφή της γυναίκας μου Ναλίτα. Δεν μπορώ να μην αναφέρω και τη Νάνα Μούσχουρη, η οποία είχε έρθει πέρσι στο σπίτι και αισθανθήκαμε σαν να μην έχει περάσει ούτε μια μέρα από την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε. Η Νάνα κάποτε είχε πει ότι μπορεί να οφείλει στον Χατζιδάκι μεγάλο μέρος της δισκογραφίας της, στον Πλέσσα όμως χρωστά τον τρόπο που στάθηκε στις διεθνείς μουσικές σκηνές.

  •  Αγαπώ πολύ τα ζώα. Η Μιμίκα είναι το ημίαιμο λαμπραντόρ που μας ακολουθεί παντού και τη βρήκαμε με τη γυναίκα μου Λουκίλα, πεταμένη μαζί με τα αδελφάκια του σε κάδο της περιοχής, και αμέσως τη βάφτισα με το όνομά μου. Σήμερα, η αγαπημένη μου συνήθεια είναι να ζωγραφίζω θαλασσινά τοπία πάνω σε καμένα κούτσουρα. Ήταν κάτι που ξεκίνησα να κάνω το 1995, όταν η φωτιά της Πεντέλης κόντεψε να κάψει το σπίτι μας. Έκτοτε, το να δίνω ζωή σε τέτοιου είδους άψυχες μορφές τέχνης είναι κάτι που απολαμβάνω.

  •  Η μουσική είναι συνώνυμο της ζωής μου. Είναι η αρχή, η μέση και το τέλος. Κάθε πρωί ακούω συνήθως Τρίτο Πρόγραμμα και βυθίζομαι στις σκέψεις μου. Επίσης, τέσσερις ημέρες την εβδομάδα, από τις 11 το πρωί δουλεύω διαρκώς με τον εξαιρετικό μουσικό Αλέξανδρο Αυλητή. Χωρίς σκληρή δουλειά, δεν μπορείς να επιτύχεις τίποτα. Γι’ αυτό μου αρέσει καθημερινά να διασκευάζω είτε παλιά μου κομμάτια σε τζαζ είτε να γράφω νέες συνθέσεις, τις οποίες πολλές φορές στέλνω στην κόρη μου, η οποία τα ανεβάζει στο YouTube. Είναι αυτή που διαχειρίζεται το επίσημο κανάλι μου στο YouTube. Έχω σκοπό να δημιουργώ μέχρι να πεθάνω. Γι’ αυτό, το μόνο που μου λείπει σήμερα είναι οι συναυλίες, τις οποίες θεωρώ την ψυχή ενός καλλιτέχνη.

  •  Όλα αυτά τα χρόνια παρέμεινα ένας συνθέτης που δεν εντάχθηκε ποτέ σε κανένα κύκλωμα δισκογραφίας, δεν έκανε συμβόλαιο με καμία εταιρεία, δεν είχε κανένα κόμμα να με υποστηρίξει αλλά και καμία εκδοτική παρέα για να γράφει αποθεωτικές κριτικές για το έργο μου. Ευτυχώς, δεν βρέθηκαν τέτοια δεκανίκια στον δρόμο μου. Δεν με γοήτευαν ποτέ οι «αυλές». Προφανώς, υπήρχαν άνθρωποι που μου γύρισαν την πλάτη και με πρόδωσαν. Ίσως κι εγώ με τη σειρά μου να πλήγωσα κάποιους. Αλλά χαίρομαι κυρίως επειδή μπόρεσα, διάφορες εικόνες, στιγμές και βιώματα της ζωής μου, να τα μετατρέψω σε νότες και μελωδίες που συμβάδισαν μουσικά με πολλούς στίχους, δημιουργώντας αξεπέραστα τραγούδια και επιτυχίες.

  •  Έκανα τρεις γάμους και έχω δύο παιδιά, τον Αντώνη και την Ελεάνα. Με τη γυναίκα μου Λουκίλα είμαστε παντρεμένοι εδώ και 28 χρόνια, αν και συνδεόμαστε από πιο παλιά. Το μυστικό για ένα ζευγάρι είναι ο σεβασμός στα θέλω του άλλου. Έτσι επιτυγχάνονται η αρμονία και η αλληλοσυμπλήρωση. Θεωρώ ότι μια σχέση ξεκινά με ενθουσιασμό, ακολουθεί η ερωτική έλξη που οδηγεί στον έρωτα και ύστερα συναντάς την αγάπη και την τρυφερότητα, που δίνουν τη θέση τους στη στοργή. Κάποτε, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, προσπάθησα να συμπυκνώσω τη ζωή μου σε λίγες λέξεις. Εκεί, μεταξύ άλλων, έγραφα κάτι που αφιέρωσα στη γυναίκα μου: «Πράγματα καθημερινά γλυκάνανε τη νιότη. Θυμάμαι που βαφτίσαμε την κόρη μας την πρώτη. Και μες στο καταστάλαγμα της πρώτης μας ορμής. Γεννήθηκαν οι πιο όμορφες οι σχέσεις της στοργής. Κι όπως ετοιμαζόμουνα να ζήσω με αναμνήσεις, μου ‘παν, στα χρόνια που έρχονται, θα ‘χεις πολλά να ζήσεις».

  •  Τα δυο αγαπημένα μου τραγούδια είναι το «Ποιος το ξέρει» και το «Έπεσε βαθιά σιωπή». Αν και στο παρελθόν έχω γνωρίσει πολλές δυσκολίες και αδικίες, τώρα, πατώντας τα ενενήντα έξι μου χρόνια, πιστεύω ότι η μεγαλύτερη δυσκολία της ζωής μου θα είναι τα ενενήντα επτά. Δεν έχω μετανιώσει για τίποτα στη διάρκεια της διαδρομής μου. Ακόμη και για το γεγονός ότι επέλεξα να γυρίσω στην Ελλάδα και όχι να μείνω στην Αμερική, όπου τα χρήματα ήταν πολύ περισσότερα. Η ζωή μου είναι γεμάτη από χαρές, στενοχώριες, επιτυχίες αλλά και λύπες. Και θα χρειαζόμουν μια δεύτερη ζωή για να καταφέρω να πετύχω όσα ακόμη ήθελα.

  •  Δεν με τρομάζει ο θάνατος, διότι έχω συμφιλιωθεί απόλυτα μαζί του. Ως χαρακτήρας, πάντοτε έλεγα την αλήθεια. Δεν έχω πει ποτέ και σε κανέναν ψέματα. Για την ακρίβεια, δεν ξέρω πώς είναι να υποκρίνεσαι. Μάλιστα, λατρεύω την αλήθεια επειδή είναι γυμνή και η πορεία ενός ανθρώπου είναι σαφώς αποτέλεσμα μόνο της αλήθειας του και των πεποιθήσεών του. Γι’ αυτό και η ζωή με έχει διδάξει να μην εκτίθεμαι σε ανθρώπους στους οποίους δεν έχω εμπιστοσύνη.   Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO. Πηγή: www.lifo.gr
 

[/fullwidth